Οι βιολόγοι υποστηρίζουν ότι αν τρέχεις για πολλά χρόνια, αναπόφευκτα θα καταστρέψεις τα γόνατά σου. Οι υπόλοιποι επιστήμονες προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί τελικά αυτό δεν ισχύει στην πράξη.
Πρώτα τα κακά νέα. Ένα πολύπλοκο υπολογιστικό μοντέλο δείχνει πως αν στα 23 σου ξεκινήσεις να τρέχεις, κάνοντας λιγότερα από δύο μίλια ημερησίως, έχεις 98% πιθανότητες να καταστραφούν τα γόνατά σου όταν φτάσεις τα 55. Τα καλά νέα είναι ότι στην κανονική ζωή αυτό δεν συμβαίνει. Στην πραγματικότητα, πάρα πολλές έρευνες έχουν δείξει πως το τρέξιμο, στην χειρότερη των περιπτώσεων, είναι ουδέτερο, ενώ θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί και ότι βοηθάει στην υγεία των γονάτων. Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει, είναι γιατί τα γόνατα όσων τρέχουν δεν επιβαρύνονται περισσότερο από των υπολοίπων.
Το βασικό πρόβλημα έχει να κάνει με τον χόνδρο, το “ελαστικό” υλικό που απορροφάει τους κραδασμούς μεταξύ των οστών της άρθρωσης, ο οποίος δεν έχει αιμοφόρα αγγεία και νεύρα. Γι’ αυτό θεωρείται αδρανής και ανίκανος να επιδιορθωθεί από μόνος του. Με την πάροδο των χρόνων και την διαρκή επιβάρυνση, σταδιακά φθείρεται και τα οστά καταλήγουν να τρίβονται μεταξύ τους. Είναι η λεγομένη οστεοαρθίτιδα γόνατος, η πιο διαδεδομένη πάθηση των αρθρώσεων. Στις ΗΠΑ, το 10% των ανδρών και το 13% των γυναικών, πάσχουν από οστεορθρίτιδα στην ηλικία των 60.
Παρ’ όλα αυτά, τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία οπισθοχώρηση από την άποψη πως ο χόνδρος είναι αδρανής. Το 2006 ο Bahaa Seedhom, ερευνητής στην βιολογική μηχανική, υπέθεσε ότι ο χόνδρος θα μπορούσε να αντιδράει και να προσαρμόζεται στις επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από τις καθημερινές μας δραστηριότητες. Ονόμασε την ιδέα του “προσαρμογή του χόνδρου” (cartilage conditioning). Αυτό που ουσιαστικά ισχυρίστηκε, είναι ότι η έλλειψη επιβάρυνσης στην άρθρωση, αν δεν ασκείσαι δηλαδή, θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί εμφανίζουν οστεορθρίτιδα όσοι έχουν καθιστικό τρόπο ζωής. Πιο πρόσφατα, ο Keith Baar, ερευνητής στο University of California, υποστήριξε ότι οι συνδετικοί ιστοί, όπως και ο χόνδρος, όντως έχουν ικανότητα αυτοΐασης και αυτή μπορεί να αναπτυχθεί με τον σωστό συνδυασμό άσκησης και διατροφής.
Μία νέα μελέτη του University of Maryland, από τον καθηγητή εμβιομηχανικής Ross Miller, ασχολήθηκε με τους διαφόρους παράγοντες που θα μπορούσαν να συνδυαστούν και να εξηγήσουν γιατί οι δρομείς δεν καταλήγουν με διαλυμένα γόνατα. Είναι μία έρευνα μοντελοποίησης που συνδυάζει τις μετρημένες ιδιότητες του χόνδρου και τις δυνάμεις που ασκούνται κατά το τρέξιμο/περπάτημα, προσπαθώντας να προβλέψει πότε τα γόνατα θα έπρεπε να καταστραφούν, με και χωρίς την ικανότητα αυτοΐασης και προσαρμογής του χόνδρου. Ο Miller λοιπόν κατέληξε πως υπάρχουν ικανοί λόγοι να θεωρήσουμε ότι, όπως και πολλά άλλα μέρη του σώματός μας, έτσι και ο χόνδρος γίνεται δυνατότερος όσο περισσότερο τον “εξασκούμε”.
Πολύ συνοπτικά, η μελέτη περιελάμβανε τα ακόλουθα στάδια:
- Ανάλυση του διασκελισμού 22 εθελοντών κατά το περπάτημα και τρέξιμο, ώστε να υπολογιστούν οι δυνάμεις και τα φορτία στον χόνδρο του γόνατος. Βρέθηκε ότι το τρέξιμο τον καταπονεί υπερδιπλάσια σε σχέση με το περπάτημα.
- Εκτίμηση των κύκλων φόρτισης (βήματα, δηλαδή) που μπορεί να διαχειριστεί ο χόνδρος, χρησιμοποιώντας τα φορτία που υπολογίστηκαν στο 1ο στάδιο, μαζί με στοιχεία από μηχανικές δοκιμές που έγιναν σε χόνδρο αγελάδας.
- Υπολογισμός του χρόνου που χρειάζεται μέχρι να καταστραφεί ένα γόνατο, έχοντας ως δεδομένο 6Κ περπατήματος ή 3Κ περπατήματος και 3Κ τρεξίματος, καθημερινά.
- Επανυπολογισμός του 3ου σταδίου, αλλά με την υπόθεση ότι ο χόνδρος του γόνατος έχει την ικανότητα, είτε να προσαρμόζεται (δηλαδή να δυναμώνει και κάθε επόμενος κύκλος φόρτισης να προκαλεί μικρότερη βλάβη), είτε να αποκαθίσταται από μόνος του.
- Σύγκριση των αποτελεσμάτων σε σχέση με αυτά που προκύπτουν στην πραγματική ζωή.
Εξετάζοντας την περίπτωση του περπατήματος και με δεδομένο ότι ξεκινάμε με έναν υγιή χόνδρο στην ηλικία των 23, το μοντέλο προβλέπει 36% πιθανότητα για καταστροφή του γόνατος στα 55, αν ο χόνδρος δεν έχει την δυνατότητα, είτε προσαρμογής είτε αυτοΐασης. Αν προσθέσουμε μία κάποια ικανότητα αυτοΐασης, οι πιθανότητες πέφτουν στο 13%. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η περίπτωση αυτή χοντρικά συμφωνεί με τα πραγματικά στατιστικά για το πόσο συχνά μη παχύσαρκοι ενήλικες, χωρίς τραυματισμούς στο γόνατο, παρουσιάζουν οστεορθρίτιδα. Aυτό μας δίνει κάποια σιγουριά πως το μοντέλο που χρησιμοποιείται είναι αληθοφανές.
Πηγαίνοντας παρακάτω, η εικόνα για το τρέξιμο είναι πραγματικά ζοφερή: 98% πιθανότητες καταστροφής του γόνατος. Ακόμη και αν προσαρμόσουμε το μοντέλο, με τον χόνδρο να μπορεί να αποκατασταθεί μερικώς, πάμε μόλις στο 95%. Αυτό σε καμμία περίπτωση δεν συνάδει με την πραγματικότητα. Ο μόνος τρόπος να πάρουμε λογικά νούμερα, είναι να υποθέσουμε πως ο χόνδρος μπορεί συγχρόνως και να προσαρμόζεται στα φορτία, πιθανότατα εξαιτίας της ικανότητας των κυττάρων να “αντιλαμβάνονται” την μηχανική πίεση που προκύπτει κατά το τρέξιμο. Το μοντέλο περιλαμβάνει 3 τρόπους προσαρμογής: παχύτερος χόνδρος, ελαστικότερος χόνδρος, παχύτερο οστό που απλώνει το φορτίο σε μεγαλύτερο εύρος επιφανείας. Αν δοκιμάσεις να κάνεις μικροδιορθώσεις σε κάποιες από αυτές τις παραμέτρους προσαρμογών, θα πρέπει να γίνουν εξωφρενικά μη ρεαλιστικές αλλαγές για να πάρεις τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αν όμως συνδυάσεις σχετικά μικρές και ρεαλιστικές αλλαγές στα 3 είδη προσαρμογής, οι πιθανότητες πέφτουν κάτω από το 13%, συμφωνώντας με το σενάριο του περπατήματος.
Σίγουρα οι ενδείξεις ότι το τρέξιμο μπορεί όντως να προκαλέσει θετικές προσαρμογές είναι ελάχιστες, τόσο στον χόνδρο του γόνατος όσο και το οστό. Προς το παρόν, οι προσαρμογές που αναφέρει ο Miller παραμένουν μία εικασία. Εν τούτοις, θεωρεί ότι είναι η μόνη πιθανή εξήγηση για τα ακατανόητα υγιή γόνατα όσων τρέχουν επί χρόνια, βασιζόμενος στην μέθοδο της εξάλειψης. Αλλιώς, λέει, θα πρέπει να καταλήξουμε ότι ο χόνδρος είναι πρακτικά άφθαρτος ή ότι το τρέξιμο επιφέρει τελικά μακράν λιγότερη επιβάρυνση ατην άρθρωση απ’ όσο δείχνουν οι υπολογισμοί μας. Όλα όμως τα εργαστηριακά δεδομένα που έχουμε από απομονωμένα τμήματα χόνδρου -τα οποία δεν μπορούν να προσαρμοστούν ή να αυτοϊαθούν, καθώς ο κάτοχός τους είναι νεκρός- αποδεικνύουν ότι ο χόνδρος όντως φθείρεται με τα χρόνια. Απ’ την άλλη, έχουμε ενδείξεις από πολλές μεθόδους που επιβεβαιώνουν την επιπλέον επιβάρυνση του χόνδρου κατά το τρέξιμο, όπως για παράδειγμα εμφυτεύματα με αισθητήρες που τοποθετούνται στην άρθρωση.
Το εύκολο συμπέρασμα εδώ είναι το ίδιο που καταλήγουμε και με όλες τις μελέτες παρατήρησης, ότι δηλαδή σε γενικές γραμμές οι δρομείς έχουν υγιή γόνατα. Συνεχίστε να τρέχετε, χωρίς να φοβάστε ότι “εξαντλείτε” τα γόνατά σας. Η δύσκολη ερώτηση είναι για το τι γίνεται αν παρουσιαστεί οστεοαρθρίτιδα γόνατος, κάτι που συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, δρομείς ή μη, ιδίως αν σε νεότερη ηλικία είχαν υποστεί κάποιον οξύ τραυματισμό στην περιοχή. Αν η φόρτιση της άρθρωσης όντως προκαλεί θετικές προσαρμογές στον χόνδρο, έχουμε ένα επιχείρημα υπέρ της συνέχισης του τρεξίματος (στο όριο που μας επιτρέπουν τα συμπτώματα), αντί να στραφούμε σε δραστηριότητες χωρίς φορτίο στην άρθρωση, όπως π.χ. το κολύμπι. Υπάρχουν άλλωστε σχετικά ευρήματα που δείχνουν πως το τρέξιμο δεν φαίνεται να επιδεινώνει μία υπάρχουσα οστεοαρθρίτιδα. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά είναι ακόμη υπό διερεύνηση και ελπίζουμε οι ειδικοί, όπως ο Miller, να συνεχίζουν να τα ερευνούν.
Αρχικό κείμενο: Alex Hutchinson
zoiskourtis
Oυσιαστικά, ισχύει αυτό, που είχε γράψει ο Ν.Καζαντζάκης (Βίος & Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά): “Νύχτα μέρα τρέχω τροχάδην, κάνω το κέφι μου, κι ας τσακιστώ, να γίνω τρίψαλα! Τι έχω να χάσω; Τίποτες! Τάχα μου αν πορεύουμαι φρόνιμα, δε θα τσακιστώ;”
tazi
@zoiskourtis. Ωραιο σχολιο!!