Θυμηθείτε το το Paris Diamond League στις αρχές του Ιουνίου. Ο Jakob Ingebrigtsen σπάει το παγκόσμιο ρεκόρ στα 2 μίλια κατά 4+ δευτερόλεπτα και γίνεται ο δεύτερος άνθρωπος που τρέχει δύο συνεχόμενα μίλια σε λιγότερο από 4′ το καθένα. Μετά, η Faith Kipyegon σημειώνει δεύτερο WR στην σειρά, αυτή την φορά στα 5.000m (είχε προηγηθεί αυτό στα 1.500m στην Φλωρεντία, μία εβδομάδα πριν), ενώ ο Lamecha Girma καταρρίπτει το ρεκόρ στα 3.000m steeple. Όλα αυτά μέσα σε μία ημέρα, στις 9 Ιουνίου. Στις 21 Ιουλίου δε, η Kipyegon κάνει παγκόσμιο ρεκόρ και στο 1 μίλι.
Αυτή ήταν μία σπουδαία βραδιά. Δεν ήταν όμως η μοναδική. Μία εβδομάδα αργότερα, στα ιστορικά Bislett Games στο Oslo, 8 δρομείς σημείωσαν επίδοση κάτω από 3:30 στα 1.500m. Αυτή την περίοδο μάλιστα, σχεδόν σε κάθε ένα από τα μεγάλα meetings σημειώθηκαν ρεκόρ αγώνα.
Σε κολλεγιακό επίπεδο, μία ανάλυση του προπονητή Peter Thompson έδειξε ότι οι επιδόσεις στις μεσαίες και μεγάλες αποστάσεις που αγγίζουν εκείνες των elite αθλητών, διπλασιάστηκαν, τριπλασιάστηκαν ή ακόμα και τετραπλασιάστηκαν τα δύο τελευταία χρόνια. Τον Ιούνιο δε, τέσσερις δρομείς του λυκείου έσπασαν τα 4′ στο μίλι, μέσα στον ίδιο αγώνα. Για να καταλάβετε τι σημαίνει αυτό, μέχρι το 2011, τέσσερα ήταν συνολικά όλα τα λυκειόπαιδα που είχαν καταφέρει κάτι αντίστοιχο στην ιστορία. Και υπάρχουν αρκετά ακόμη παραδείγματα που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε.
Δύο είναι τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την “έκρηξη ταχύτητας” το τελευταίο διάστημα.
Πρώτον, είναι πραγματική; Οι δρομείς βελτιώνονται συνολικά ή ξεγιελιόμαστε από κάποιες μεμονωμένες εμφανίσεις; Δεύτερον, αν είναι πραγματικό όλο αυτό, πού οφείλεται; Η εύκολη απάντηση είναι αυτή που ακούμε συχνά: τα παπούτσια. Είναι όμως όντως τόσο απλό το ζήτημα; Ας προσπαθήσουμε να το αναλύσουμε όσο γίνεται.
Η ανάλυση των δεδομένων
Είναι εύκολο να γενικολογήσεις λέγοντας πως οι δρομείς είναι γρηγορότεροι από ποτέ. Το να το στηρίξεις όμως βάσει στοιχείων, δεν είναι εξίσου απλό. Αν εξετάζαμε μόνο τις κορυφαίες επιδόσεις από έτος σε έτος, η τάσεις θα επηρεάζοντο από το αν είχες έναν χαρισματικό αθλητή σε έναν αγώνα, μία δεδομένη στιγμή. Για παράδειμα, η επίδραση ενός Usain Bolt είναι μεγαλύτερη από αυτήν ενός νέας τεχνολογίας παπουτσιού. Ακόμη κι αν κοιτάζαμε βαθύτερα την λίστα, οι top-10 χρόνοι κάθε έτος προκύπτουν από 2-3 αγώνες με ιδανικές συνθήκες, από κάθε άποψη. Οπότε μάλλον χρειάζεται να κατέβουμε ακόμη πιο κάτω στην λίστα.
Στο κάτωθι γράφημα της βάσης δεδομένων της World Athletics, έχουμε στοιχεία για τα 1.500m ανδρών μεταξύ 2009 και 2022. Παρατίθεται ο πρώτος αθλητής, η δεκάδα, η εκατοντάδα και η χιλιάδα αθλητών (όχι επιδόσεων) για κάθε χρόνο. Η οριζόντιες διακεκομμένες γραμμές δείχνουν τον μέσο όρο από το 2009 έως το 2018. Τα πρώτα πρωτότυπα των super spikes εμφανίστηκαν το 2019 και ήταν ευρέως διαθέσιμα το 2021. H δε κατακόρυφη άνοδος των επιδόσεων το 2020 οφείλεται στο ότι είχαμε ελαχίστους αγώνες, λόγω της πανδημίας.
Οι κορυφαία επίδοση κάθε χρονιάς δεν δείχνει κάποια ιδιαίτερη τάση. Η πρώτη δεκάδα παρουσιάζει μία πτώση από το 2021, όχι όμως μεγαλύτερη από αυτήν του 2014 – 2015 (η οποία οφείλετο σε δύο συγκεκριμένους αγώνες στο Monaco). Για τους 100 και 1000 καλύτερους χρόνους, τα προ πανδημίας στοιχεία αρχίζουν να παρουσιάζουν κάποια σταθερότητα, η οποία μας δίνει πιο ουσιαστικές πληροφορίες για την πτώση από το 2021. Ο 1000ος καλύτερος δρομέας είναι 0.9% γρηγορότερος από τον μέσο όρο προ πανδημίας και ο 100ος 0.5% γρηγορότερος αντίστοιχα. Αυτά τα ποσοστά είναι μικρότερα από την εκτίμηση του 1.3% που προέκυψε στα εργαστήρια κατά τις δοκιμές των super spikes.
Το αντίστοιχο γράφημα για τις γυναίκες:
Κι εδώ η δεκάδα παρουσιάζει μεγάλες διακυμάνσεις για να βγάλουμε συμπέρασμα. Η 100αδα και 1000αδα δείχνουν μία προφανή πτώση των χρόνων τα τελευταία χρόνια, της τάξης του 1.9% και 2%, οι οποίες υπερβαίνουν τις εργαστηριακές εκτιμήσεις για τα super spikes. Υπάρχουν αρκετές πιθανές εξηγήσεις για αυτή την απόκλιση, όπως π.χ. ότι τα οφέλη του παπουτσιού μειώνονται όσο αυξάνει η ταχύτητα.
Παραθέτουμε ένα ακόμη γράφημα, για να δούμε το ευρύτερο πλαίσιο. Τα super shoes εμφανίστηκαν στους αγώνες δρόμου το 2016 (ως πρωτότυπα) και έγιναν ευρέως διαθέσιμα το 2018. Δε νομίζω ότι κανείς αμφισβητεί το πόσο πολύ επηρέασαν τις επιδόσεις στην άσφαλτο, όπως βλέπουμε και στον πίνακα:
Οι πληροφορίες που παίρνουμε είναι λίγο μπερδεμένες λόγω της πανδημίας, κυρίως το 2020. Ακόμη κι έτσι, η βελτίωση μετά την έλευση των super shoes μοιάζει με εκείνη του στίβου. Συγκρίνοντας με τον μέσο όρο της περιόδου 2009 – 2016, οι περσινές επιδόσεις ήταν καλύτερες κατά 0.7% σην 10άδα, 1.6% στην 100άδα και 1.3% στην 1000άδα.
Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα από αυτά τα στοιχεία; Σίγουρα κάτι συμβαίνει, τόσο στον στίβο όσο και τους δρόμους. Είναι όμως λιγότερο προφανές απ’ όσο θα περίμενε κανείς. Στο μυαλό όλων μας υπάρχει η αίσθηση πως τα τελευταία χρόνια τα ρεκόρ σπάνε και οι επιδόσεις βελτιώνονται με έναν πρωτοφανή ρυθμό. Θα περιμέναμε ότι οι βάσεις δεδομένων θα έδειχναν μία ξεκάθαρη βελτίωση της τάξης του 3% ή 4%. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμφωνεί με τα γραφήματα, τουλάχιστον τα συγκεκριμένα.
Οπότε πώς εξηγούνται οι αλλαγές που βλέπουμε;
Τα παπούτσια
Η αρχική υπόθεση είναι πως οι επιδόσεις που σημειώνονται τον τελευταίο καιρό, οφείλονται στις νέες τεχνολογίες που έχουν εφαρμοστεί στα παπούτσια. Δεν θα επεκταθούμε στον τρόπο που αυτά λειτουργούν, μιας και είναι πλέον λίγο πολύ γνωστός.
Υπάρχουν άλλωστε σαφή εργαστηριακά τεκμήρια που αποδεικνύουν την βελτίωση της δρομικής οικονομίας, κατά 2% στα super spikes και τουλάχιστον κατά 4% στα super shoes (στίβο και δρόμο, δηλαδή). Και καλύτερη δρομική οικονομία συνεπάγεται γρηγορότερες επιδόσεις. Ως εκ τούτου, η υπόθεση πως τα super shoes φέρνουν καλύτερους χρόνους, είναι πολύ ισχυρή.
Αντιθέτως, υπάρχουν και κάποιες άλλες υποθέσεις, οι οποίες δεν είναι τόσο αδιάσειστες αλλά βασίζονται σε εικασίες και πιθανολογήσεις.
Pacing και drafting
Μία πρόταση που δεν θα διαβάζατε ποτέ πριν το 2018, ούτε και θα κατανοούσατε πιθανότατα, είναι αυτή από την περιγραφή του Let’srun για το WR της Kipyegon στα 1.500m στην Φλωρεντία: “Η Kipyegon ξέφυγε από το Wavelight 200m πριν το τέλος, ανοίγοντας κι άλλο την διαφορά από τα πράσινα φώτα, καθώς έμπαινε στην τελική ευθεία”. Φυσικά μιλάμε για το σύστημα pacing, τους “τεχνητούς λαγούς”, το οποίο δίνει πόλυτη ακρίβεια στον ρυθμό που πρέπει να ακολουθήσει ο δρομέας. Το πρωτοείδαμε το 2020, όταν ο Cheptegei έκανε WR στα 5.000m και έκτοτε δεν έχει λείψει από κανένα ρεκόρ που σημειώθηκε τον στίβο.
Το Wavelight δεν εφαρμόζεται σε αγώνες δρόμου, από τότε όμως που ο Eliud Kipchoge έκανε τις δύο απόπειρες για το sub2, όλο και περισσότερη προσοχή δίνεται στην επιλογή των “λαγών” στους μαραθωνίους. Το όφελος είναι διπλό, καθώς πέραν του ότι οι elite δεν χρειάζεται να ασχολούνται με την διατήρηση του ρυθμού, το ανθρώπινο τοίχος μπροστά τους μειώνει την αντίσταση του αέρα. Κι έχει αποδειχθεί ότι τελικά το drafting είναι πολύ σημαντικότερο απ’ όσο νομίζαμε μέχρι πρότινος.
Ωστόσο, αυτά τα δύο δεν εξηγούν γιατί η 100άδα και η 1000άδα έχει γίνει γρηγορότερη, αφού το Wavelight και οι λαγοί εξυπηρετούν τους πρωτοπόρους και μόνο.
Η πανδημία
Όπως έχουν επισημάνει πολλοί προπονητές, η περίοδος της πανδημίας “απελευθέρωσε” τους αθλητές από την υποχρέωση των συχνών αγώνων. Λόγω αυτού, ασχολήθηκαν περισσότερο με το να χτίσουν την αερόβια βάση τους, κάτι που αναμφισβήτητα τους ανέβασε επίπεδο. Κι αυτό αποτυπώθηκε στους αγώνες που ακολούθησαν. Είναι επίσης πιθανό αυτή η προπονητική προσέγγιση να συνεχίστηκε και μετά, αφού διαπιστώθηκαν τα οφέλη της. Εν τούτοις, η θεωρία αυτή δεν μπορεί να αποδειχθεί. Ούτε όμως και να απορριφθεί.
Ο νορβηγικός τύπος προπόνησης
Το νορβηγικό μοντέλο αποτελεί το “next big thing” στην προπόνηση αντοχής το τελευταίο διάστημα, όπως λέει και ο Hobbs Kessler σε μία πρόσφατη συνέντευξή του. Διπλές προπονήσεις, καθορισμένες από τις ενδιάμεσες μετρήσεις της συγκέντρωσης του γαλακτικού. Μία μέθοδος που έγινε γνωστή από τους Jakob Ingebrigtsen και Kristian Blummenfelt και δίνει έμφαση στον μεγάλο όγκο προπονήσεων στο γαλακτικό κατώφλι, με συνεχή έλεγχο όμως της συγκέντρωσης, ώστε να αποφέυγεται η πολύ έντονη προσπάθεια. Το αν είναι αντικειμενικά αποδοτικότερη προσέγγιση από τις υπόλοιπες, κανείς δεν μπορεί να το πει με σιγουριά. Πέραν αυτού, δεν έχει διαδοθεί ακόμη σε τέτοιον βαθμό, ώστε να δικαιολογεί την βελτίωση στην 1000άδα των επιδόσεων.
Αναβολικά
Στο παρελθόν, αν κοιτάξουμε τις διακυμάνσεις στις επιδόσεις σε βάθος χρόνου, δεν μπορούμε να μην λάβουμε υπ’ όψιν τους παράγοντες του doping και του ελέγχου του. Εύκολα παρατηρεί κανείς ότι οι χρόνοι στις μεγάλες αποστάσεις του στίβου εκτοξεύτηκαν λίγο μετά την εμφάνιση του EPO στις αρχές των 90s. Αντίστοιχα, όταν εισήχθησαν οι έλεγχοι anti-doping, οι αποδόσεις των αθλητών δείχνουν να επιστρέφουν σε πιο φυσιολογικά επίπεδα, πολύ περισσότερο δε με την εφαρμογή του αιματολογικού διαβατηρίου.
Μία ακόμη εικασία λοιπόν, θα μπορούσε να σχετίζεται με τον συγκεκριμένο παράγοντα. Καθώς κατά την περίοδο της πανδημίας δεν διεξάγοντο αγώνες, αντίστοιχα δεν είχαμε και ελέγχους στους αθλητές. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να κάνει χρήση ανενόχλητος και να αποκομίζει αργότερα τα οφέλη της επιπλέον προπόνησης που τα αναβολικά τού επιτρέπουν.
Πληροφόρηση και τεχνολογία
Μοιάζει προφανές πως από όλες τις παραπάνω υποθέσεις, αυτή σχετικά με τα παπούτσια είναι η επικρατέστερη. Υπάρχουν όμως και κάποιες ακόμη, λίγο πιο αυθαίρετες, ή και αόριστες θα λέγαμε, οι οποίες όμως δεν ακούγονται παράλογες.
Για παράδειγμα, το διαδίκτυο έχει κάνει την προπονητική γνώση πολύ ευρύτερα διαθέσιμη σε όποιον επιθυμεί να διαμορφώσει άποψη. Οι ιδέες και οι θεωρίες μπορούν να συζητηθούν και να αναλυθούν, αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη προοπτική. Κι αυτό αντικατοπτρίζεται και στους αθλητές. Αν όχι της 10άδας, σίγουρα της 1000άδας.
Ένα άλλο σημείο που έχει παρατηρηθεί, αφορά την τακτική στους αγώνες. Μετά το Παγκόσμιο του 2019, σε πολλές κούρσες είχαμε τα φαβορί να μπαίνουν μπροστά και να δίνουν από νωρίς έναν γρήγορο ρυθμό. Κάτι τέτοιο δεν ήταν και πολύ συχνό παλαιότερα. Για παράδειγμα, ο Jakob Ingebrigtsen, ο σύγχρονος βασιλιάς των 1.500m, συνηθίζει την τακτική αυτή, αντί να πηγαίνει πιο συντηρητικά και να επιδιώκει ένα γρήγορο φίνις. Πιθανώς αυτό παρέσυρε και τους υπόλοιπους επτά αντιπάλους του στο να γράψουν χρόνο κάτω από 3:30, στο Όσλο. Αν λοιπόν σήμερα οι δρομείς επιλέγουν γρήγορο ρυθμό εξ αρχής, αντί ένα σπριντ στα τελευταία 100 – 150 μέτρα, στέκει ως υπόθεση για την συνολική βελτίωση των αθλητών.
Προφανώς θα μπορούσαμε να σκεφτούμε και άλλες θεωρίες για αυτή την έκρηξη των επιδόσεων. Η εστίαση στο γκρουπάρισμα (σημαντικό χαρακτηριστικό που είχε παραμεληθεί μέχρι προσφάτως), η νέα τεχνογνωσία στην διατροφή και την αποκατάσταση, ή τα χρηματικά έπαθλα. Και άλλα που πιθανώς μας διαφεύγουν.
Άλλωστε, τα παπούτσια κάνουν την διαφορά την πρώτη φορά που θα τα φορέσεις. Κάθε επομένη, ξεκινάς από την ίδια αφετηρία.
Roberto4Carlos
Πραγματικά είναι τόσοι οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν αυτή την “έκρηξη” επιδόσεων όπως λέει το άρθρο που δεν ξέρεις τι να υποθέσεις! Θα είχε πολύ ενδιαφέρον να γίνει μια τέτοια μελέτη με δεδομένα από τους αγώνες τρεξίματος που γίνονται σχεδόν κάθε Κυριακή σε όλη την ελληνική επικράτεια. ώστε να δούμε εάν αυτή η βελτίωση χρόνου έχει περάσει και στη δρομική βάση την οποία αποτελούμαι όλοι εμείς οι ερασιτέχνες δρομείς!
Βέβαια, στην δικιά μας περίπτωση νομίζω ότι σημαντικότερο ρόλο παίζει ότι όλο και περισσότεροι δρομείς ακολουθούν πλέον δομημένα προπονητικά προγράμματα και ένα μεγάλο ποσοστό έχουν πλέον καθοδήγηση από προπονητές σε σχέση με το παρελθόν!