Συνέχισε μέσα στο πυκνό φύλλωμα από τις βελανιδιές που είχαν κρεμάσει τα κλαδιά τους από τον βαρύ καρπό. Δεκάδες χρόνια στέκουν εκεί στο πυκνό δάσος, βωβοί παρατηρητές της πλάσης.
Το μόνο που ακούγεται είναι το πάτημα των αθλητικών παπουτσιών πάνω στο χώμα. Δεν είχε ξαναπροχωρήσει από αυτό το σημείο και μετά μέσα στο δάσος. Κάτι την τρόμαζε με αυτή την εκκωφαντική σιωπή που επικρατούσε, καθώς οι απόηχοι του χωριού χάνονταν σιγά σιγά στην γαλήνη του βουνού. Ένα μικρό σπουργίτι κουκούβιζε στην φυλλωσιά του δέντρου, καθώς πέταξε κι αυτό τρομαγμένο από τον θόρυβο του μοναχικού ποδοβολητού.
Η αναπνοή της, ακανόνιστη και βαριά λόγω της ανηφόρας και της τραχύτητας του εδάφους, είναι ένας ακόμα ήχος που χρωματίζει την ορεινή αυτή σιγή. Το μονοπάτι στενεύει και δεξιά και αριστερά χέρια-κλαδιά ξεπετάγονται και αγγίζουν το κάθιδρο σώμα της που ανατριχιάζει από φόβο στο κάθε τους άγγιγμα.
Οι κροταφικές αρτηρίες βουίζουν και πιέζουν το κρανίο σαν να χτυπούν συναγερμό για έναν επερχόμενο κίνδυνο που δεν είναι ορατός στο γυμνό μάτι. Τίποτα άλλο δεν ακούγεται παρά μόνο το γογγυσμένο κορμί να τρέχει, σχεδόν να διώκεται από έναν αόριστο φόβο.
Δεν ξέρει τι την τράβηξε και προχώρησε τόσο βάθεια στο δάσος. Συνήθως το τρέξιμό της σταμάταγε εκεί, στο τελευταίο γεφυράκι πριν το δάσος με τα πλατύφυλλα. Εκεί που τα ψηλά κορμιά των δέντρων και τα παχιά φύλλα τους κρύβουν τον ήλιο και επικρατεί συνέχεια σύθαμπο. Σα να χωρίζει αυτό το γεφυράκι χρόνια τώρα τη ζωή την καθημερινή του χωριού από την υπερφυσική ζωή του δάσους, μια άχρονη άλογη πραγματικότητα.
Η αίσθηση του κινδύνου την τράβηξε. Ίσως ήθελε να τιμωρήσει και με αυτό τον τρόπο τον εαυτό της που αρκέστηκε για άλλη μια φορά στη συγγνώμη του και στη φτηνή φράση «Δεν θα ξαναγίνει, στο υπόσχομαι». Ναι, αυτή φταίει που τον δέχεται συνέχεια πίσω και δεν έχει το θάρρος να του πει «Στο διάολο και μη ξαναγυρίσεις». Είναι μια δειλή, όμως τώρα διέβη τον Ρουβίκωνά της. Είναι ζωντανή κόντρα στον φόβο της, κόντρα στα στοιχεία του δάσους. Για μια φορά νοιώθει ικανή να πει όχι.
Μια οιστρηλασία κυριεύει τον νου της και μετουσιώνεται σε ζείδωρο ενέργεια στο κορμί της. Τρέχει σχεδόν από ένστικτο. Δεν βλέπει μπροστά της. Ανοίγει δρόμο με τα χέρια, σαν να παλεύει να προστατέψει το κορμί της από τα ραπίσματά των κλαδιών. Σαν εκείνον που, χωρίς αφορμή, τη μαστιγώνει σαν ανδράποδο με τη δερμάτινη νεκρή ζώνη.
Απλωμένα τα χέρια σαν μια ασπίδα ικετευτική να προστατέψει το γυμνό κορμί της. «Γδύσου, πουτάνα». Τρέμοντας, πετάει στο πάτωμα και το τελευταίο πανωφόρι και με πόδια αδύναμα και νεκρά από φόβο, σαν το μοσχαράκι που βαδίζει τον δρόμο για το τελος, ξέροντας πως στο επόμενο δωμάτιο το περιμένει ο βασανιστής του, πισωπατεί αδέξια.
Μαινάδα του δάσους, αφιονισμένη από τον θυμό και την αγανάκτηση. Αν τον είχε εδώ τώρα, θα τον σκότωνε, σκέφτεται. Φρένο στο μυαλό και στα πόδια. Κοιτάει το ρολόι. Έχει κάνει δεκατέσσερα χιλιόμετρα. Τα τέσσερα τελευταία τουλάχιστον ούτε θυμάται πως υπήρξαν.
Οι αχτίνες του ήλιου τη φωτίζουν ντροπαλά, δεν θέλουν να την τρομάξουν. Η αναπνοή επενέρχεται σε κανονικότητα και η σκέψη της σε νηνεμία. Το δάσος της μοιάζει φιλικό και ασφαλές πια. Όλα τα τέρατα που κρύβονται στις θυμωσιές και στις κουφάλες των υπέργηρων δέντρων έχουν αποτραβηχτεί.
Είναι καιρός να γυρίσει πίσω. Με σταθερό ρυθμό επιστρέφει σπίτι κατάκοπη και ικανοποιημένη.
«Μάζεψέ τα και φύγε», του λέει με το που τον αντικρύζει.
Κεραυνόπληκτος την κοιτά. Είναι μια άλλη αυτή η γυναίκα που του μιλά αποφασισμένα.
Δεν λέει κουβέντα. Απλά φεύγει. Δεν τα βάζεις με ξωτικά του δάσους.