Αρχική / Αξιολογήσεις / New Balance FuellCell SuperComp Trainer v2

Μοιραστείτε αυτό το Άρθρο

Αξιολογήσεις / Επιλεγμένα

New Balance FuellCell SuperComp Trainer v2

New Balance FuellCell SuperComp Trainer v2

Κατηγορία: Trainer
Υψη σόλας: 40/34mm
Βάρος: 282γρ

 

Το SC Trainer v1 ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον μοντέλο από πολλές απόψεις. Κατ’ αρχάς ήταν το πρώτο super trainer που είδαμε (το Prime X δεν λογίζεται ως προπονητικό), δηλαδή μοντέλο με προηγμένο αφρό και carbon plate, που να μην προορίζεται όμως για performance χρήση. Επίσης, έφερε κάτι εντελώς νέο σαν γεωμετρία με την Energy Arc, πηγαίνοντας λίγο παραπέρα την σχεδίαση των super shoes. Παράλληλα, μας έδειξε πως οι σόλες των >40mm μπορούν να είναι και σταθερές. Το σημαντικότερο όμως ήταν πως πέραν των παραπάνω, επρόκειτο για ένα εξαιρετικό παπούτσι.

Η New Balance προσάρμοσε την τεχνολογία της στην βιομηχανική του ερασιτέχνη δρομέα, δημιουργώντας ένα μοντέλο που θα εξυπηρετούσε τον τρόπο που αυτός πατάει. Δηλαδή στην φτέρνα. Και δεν απαιτούσε και ταχύτητα για να δουλέψει. Λίγο πολύ, όλα τα super shoes σχεδιάζονται με γνώμονα το πώς τρέχουν οι αθλητές και μετά ο φουκαράς ο μέσος δρομέας πρέπει να προσαρμόσει το στυλ του σε αυτά. Αν τα καταφέρει, βέβαια. Το SC Trainer ήταν το super shoe “του λαού”.

Η New Balance έδειξε να μην επαναπαύεται στην επιτυχία του μοντέλου της και προχώρησε σε αρκετές και ουσιαστικές αλλαγές στην δεύτερη έκδοσή του. Θεωρώ πως κάποιοι ίσως δεν θα τις καλωσορίσουν, ενώ άλλοι θα ικανοποιηθούν από την διεύρυνση του χαρακτήρα του. Ας τις δούμε.

Επάνω μέρος και εφαρμογή

Αν με ρωτούσαν οι σχεδιαστές της ΝΒ τι να άλλαζαν στο upper του v1, η απάντησή μου δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη: απολύτως τίποτα! Καθόταν τόσο ωραία και απροβλημάτιστα γύρω από το πόδι μου, δίνοντας έναν ιδανικό συνδυασμό άνεσης και κρατήματος. Ωστόσο, υπήρχαν πολλά παράπονα για την ιδιαίτερη σχεδίαση του κολάρου ψηλά αλλά και της χοντρής εσωτερικής ραφής πίσω από τις έξτρα τρύπες. Ως αποτέλεσμα, δημιουργούσαν έντονη πίεση και τριβή στα σημεία εκείνα και τελικά φουσκάλα ή ακόμη και πληγή.

Στο v2 η εταιρεία πάει σε μία αρκετά πιο απλή και κλασική σχεδίαση. Το knit γίνεται engineered mesh, εντελώς ανελαστικό και πολύ στιβαρό. Η ύφανση είναι ιδιαίτερα πυκνή στα περισσότερα σημεία, ενώ δομείται και από πολλά διάσπαρτα 3D-print στοιχεία.

Ιδιαίτερα structured το διχτυωτό.

Αντίστοιχα είναι τα πράγματα και στο μεσαίο τμήμα, ενισχύεται όμως ακόμη περισσότερο από το logo εξωτερικά και ολόκληρο το όνομα εσωτερικά. Φωνάζει τι μάρκα είναι από χιλιόμετρα.

Μόνο το περίγραμμα του logo αλλά είναι αρκετό.

Η εσωτερική πλευρά.

Η γλώσσα είναι λεπτή και γυμνή, με ελάχιστη ενίσχυση ψηλά ίσα ίσα για να στρώνει. Τα επίπεδα κορδόνια όμως κάθονται σωστά επάνω της και κατανέμουν την πίεση. Λίγο padding θα ταίριαζε στον χαρακτήρα του Trainer πάντως.

Semi – bootie σχεδίαση για την γλώσσα.

Για το πίσω μέρος επιλέχθηκε η σίγουρη λύση, με ένα μετρίας σκληρότητας κολάρο και αρκετό αφρώδες εσωτερικά. Στο τελείωμά του μάλιστα γυρίζει ελαφρώς προς τα έξω, αποτρέποντας και την παραμικρή υποψία ερεθισμού στον αχίλλειο.

Κλασική προσέγγιση με ημιάκαμπτο κολάρο και επένδυση αφρώδους.

Το επάνω μέρος δεν κρύβει εκπλήξεις και θεωρώ πως θα είναι λειτουργικό για όλους. Μπορεί να μην έχει την εφαρμογή – “κάλτσα” του v1, είναι όμως πιο ρυθμίσιμη και ακολουθεί τις ιδιομορφίες του κάθε ποδιού.

Ο χώρος στα δάχτυλα είναι αρκετός και μόνο στο τελείωμά του στενεύει λίγο απότομα. Δεν το νοιώθεις γύρω στο πόδι σου, η στιβαρότητα όμως του mesh το κρατάει στην θέση του.

Σαν κλασικό New Balance, το midfoot έχει μία πολύ συμπαγή εφαρμογή και μπορείς να παίξεις όσο θες με τα κορδόνια. Βοηθάνε και τα “χτισμένα” πλαϊνά σε αυτό, δίνοντας ένα πιο performance fit στην περιοχή. Λείπει η bootie αίσθηση που είχε το original, μπορείς όμως να το φέρει πιο εύκολα κάποιος στα μέτρα του.

Πολύ σωστή επιλογή τα φαρδιά αλλά επίπεδα κορδόνια.

Το κολάρο είναι εντελώς συμβατικό αλλά και αποτελεσματικό. Το πόδι συγκρατείται σωστά και η σχεδίαση δεν επιτρέπει τις περιπτώσεις ερεθισμών που είχαν κάποιοι στο προηγούμενο Trainer. Πιθανώς αν έχεις λεπτύτερη φτέρνα να χρειαστούν και οι έξτρα τρύπες.

Συνοψίζοντας, το v2 αφήνει περισσότερα περιθώρια ρύθμισης και αν θες, μπορείς να πάρεις και μία σχετικά κλειστή εφαρμογή. Ταιριάζει σαφώς περισσότερο και με τον νέο χαρακτήρα της σόλας. Σαν νούμερο είναι απόλυτα true to size.

Σόλα και πάτημα

Αν και είθισται τα περισσότερα μοντέλα της αγοράς να κρατούν την ίδια σόλα για δύο εκδόσεις, η ΝΒ αποφάσισε να πράξει διαφορετικά με το SC Trainer και να ψάξει το κάτι παραπάνω. Ως αποτέλεσμα, το παπούτσι έρχεται με νέα χαρακτηριστικά αλλά και νέο χαρακτήρα.

Πρώτα απ’ όλα, χαμηλώνει. Από τα 47/39mm πάμε πλέον στα 40/34mm, μία διαφορά που μοιάζει πολύ μεγάλη. Προφανώς το σκεπτικό πίσω από την απόφαση αυτή, έχει να κάνει με το βάρος. Παρόλο που στον δρόμο το ν1 έκρυβε τα 320γρ. του, μία δίαιτα ήταν σίγουρα καλοδεχούμενη. Τελικά την πέτυχε κατά 40 ολόκληρα γραμμάρια.

Μπορεί να κόντυνε αλλά τα 40 χιλιοστά αφράτου FuelCell φτάνουν και περισσεύουν.

Κι αν κάποιος ανησυχήσει για το cushioning μετά την μείωση αυτή, να πούμε ότι δεν υπάρχει λόγος. Η πρώτη έκδοση έφερε μία πιο σφιχτή ρύθμιση του FuelCell, ώστε η πελώρια σόλα να μην συμπιέζεται ανεξέλεγκτα. Στο v2 επιστρέφουμε στα γνωστά επίπεδα softness του αφρού και την super squishy συμπεριφορά του. Ως γνωστόν, πρόκειται ίσως για την πιο μαλακή σύνθεση της αγοράς.

Ακόμη και στο ψηλότερο σημείο της σόλας, ο αφρός “συνθλίβεται” χωρίς πολλή προσπάθεια.

Φυσικά η αρχιτεκτονική της Energy Arc συναντάται κι εδώ. Η carbon plate έχει ένα τοξωτό σχήμα και η σόλα από κάτω της χωρίζεται στα δύο με ένα πολύ βαθύ, διαμήκες κανάλι. Η συγκεκριμένη γεωμετρία αποσκοπεί στην μεγαλύτερη φόρτιση της πλάκας αλλά και την σταθερότητα της κατασκευής συνολικά.

Η εικόνα είναι από το ν1, η σχεδίαση όμως παραμένει ίδια και στο νέο μοντέλο.

Η εξώσολα διατηρεί το ίδιο μοτίβο με πριν, με τα πίσω τμήματα λαστίχου να καλύπτουν ακόμη μεγαλύτερο μέρος της. Συνολικά είναι ελάχιστη η επιφάνεια του εκτεθειμένου αφρού που έρχεται σε επαφή με το έδαφος. Αν και πολύ, το λάστιχο είναι ιδιαιτερα λεπτό και έρχεται σχεδόν πρόσωπο με τον αφρό. Περνάει σχεδόν απαρατήρητο και δεν επηρεάζει την αίσθηση της σόλας. Η πρόσφυση είναι αρκετά καλή, ενώ μετά από 60 χιλιόμετρα δεν υπάρχει κάπου ορατή φθορά ή λείανση.

Το λάστιχο σχεδόν ενσωματώνεται μέσα στην σόλα.

Το rocker είναι ελαφρώς πιο ήπιο πλέον, όπως και η καμπυλότητα όλη της πλάκας από τα μετατάρσια και προς τα εμπρός. Αναγκαστικά συμβαίνει αυτό, αφού το επιβάλλουν τα χαμηλότερα ύψη και το μειωμένο drop. Αντιθέτως, η φτέρνα είναι πιο ανασηκωμένη, ώστε να δίνει μία ομαλότερη προσγείωση και λίγο πιο μπροστά.

Το πάτημα του νέου SC Trainer είναι εμφανώς διαφορετικό από πριν και αυτό το καταλαβαίνεις από τα πρώτα μέτρα. Ο FuelCell έχει αισθητά μεγαλύτερη συμπίεση και μικρότερη διαδρομή. Τερματίζει πιο εύκολα, για να το πούμε διαφορετικά. Η σφιχτότερη ρύθμιση και τα +7mm του v1, έδιναν σαφώς περισσότερο cushioning και βάθος στην σόλα, το οποίο όμως έσβηνε μέσα της και όχι στο έδαφος, όπως εδώ. Οπότε, θα λέγαμε ότι στο v2 έχουμε περισσότερο softness και λιγότερο cushioning (όπως έχουμε πει επανειλημμένως, αυτά τα δύο δεν είναι το ίδιο πράγμα). Εννοείται πως σε σχέση με σχεδόν οτιδήποτε άλλο, και οι δύο εκδόσεις έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά στο maximum.

Η διαφορά στο ύψος είναι εμφανής. Επίσης, διακρίνεται και το μεγαλύτερο άνοιγμα της βάσης προς τα κάτω για επιπλέον σταθερότητα.

Λειτουργικά, το drop και το tuning του FuelCell καθορίζουν τις βασικές διαφορές στην συμπεριφορά των δύο μοντέλων. Στο ν1, η μικρότερη συμπίεση διατηρούσε το 8άρι drop και σε συνδυασμό με το rocker, το πόδι βρισκόταν σε κλίση εξ αρχής. Σαν σε ράμπα, ας πούμε, δίνοντας μία αίσθηση ότι σε έριχνε κατευθείαν προς τα εμπρός. Είχε από τα χαρακτηριστικότερα ρολαρίσματα που μπορούσες να βρεις σε παπούτσι.

Αντιθέτως, το νέο Trainer έχει πιο φλατ πάτημα, καθώς το δυναμικό drop καταλήγει μικρότερο από το στατικό, λόγω της μεγάλης συμπίεσης πίσω. Πλέον το transition βασίζεται περισσότερο στο bounce και την μηχανική που δίνει η λίγο πιο άκαμπτη πλάκα, ευνοώντας ένα πιο δυναμικό στυλ τρεξίματος.

Το original είχε μία απίστευτη ευκολία στο να σε μεταφέρει ακόμη και σε εντελώς τεμπέλικους ρυθμούς. Χρειαζόταν απλά να προσγειωθείς στην φτέρνα και τα υπόλοιπα γινόντουσαν από μόνα τους. Ιδανικό για όσους είχαν και μεγάλη συχνότητα διασκελισμού. Εδώ πλέον αποκτάει και έναν πιο performance χαρακτήρα, όπου όσο περισσότερο συμμετέχεις, τόσο περισσότερο σου δίνει πίσω. Γι’ αυτό και ένα πιο “ενεργητικό και δρομικό” πάτημα θα αξιοποιήσει καλύτερα τη νέα γεωμετρία.

Προφανώς και μπορεί να υποστηρίξει αργές ταχύτητες, αφού η προστασία και το softness είναι σε άλλο επίπεδο. Για τέτοιες κυρίως προορίζεται άλλωστε. Πουθενά δεν θα σε κουράσει, ενώ και η (λίγο) αυξημένη ακαμψία μπροστά εξακολουθεί να μην γίνεται αντιληπτή. Ναι μεν η πλάκα είναι από carbon αλλά το πόδι μπορεί να καμφθεί μέσα στα 34mm πολύ μαλακού αφρού χωρίς κόπο. Και είναι και σταθερότερο από πριν, έχοντας φαρδύνει κατά 5mm στην φτέρνα αλλά και με μία νέα σχεδίαση των πλαϊνών. Συνυπολογίζοντας και την μείωση του ύψους, τελικά έχουμε μία αρκετά κεντραρισμένη και ουδέτερη προσγείωση. Όχι πως το προηγούμενο είχε θέματα σταθερότητας, απλά εδώ βελτιώνεται κι άλλο.

Η νέα σχεδίαση των πλαϊνών και το αυξημένο πλάτος της φτέρνας, υποστηρίζουν καλύτερα τον μαλακό αφρό κατά την προσγείωση.

Σε ρυθμούς easy run λοιπόν, τα δύο μοντέλα αποδίδουν εξίσου καλά, απλά με διαφορετικό τρόπο. Εν τούτοις, σε εντελώς recovery mode το ν1 είναι πιο εύκολο και σε βοηθάει περισσότερο να “συρθείς” με βαριά πόδια.

Αν όμως θελήσεις να ανοίξεις, εκεί αντιλαμβάνεσαι πού αποσκοπεί η αλλαγή στην σχεδίαση της σόλας. Το νέο SC Trainer έχει τουλάχιστον δύο ταχύτητες παραπάνω από το προηγούμενο, εκμεταλλευόμενο πλέον όλα του τα ατού. Κατ’ αρχάς με τον τρόπο που σε προδιαθέτει. Δεν είναι αντικειμενικά ελαφρύ, η διαφορά με πριν είναι όμως εμφανής. Όχι μόνο στο βάρος αλλά και στον όγκο που νοιώθεις κάτω από το πέλμα σου. Επιπλέον, η μεγάλη συμπίεση της σόλας φέρνει το πόδι πιο κοντά στο έδαφος και τελικά έχεις μια κάποια αίσθησή του. Πάντα ήξερα πού πάταγα και πού βρισκόμουν. Με το v1 το toe off ήταν λίγο στην τύχη, αν δοκίμαζες να πατήσεις πιο δυνατά.

Από εκεί και πέρα, ο μαλακός FuelCell έχει την επιστροφή που θες για να σε σηκώσει πιο άμεσα, σε συνδυασμό φυσικά με την Energy Arc. Το πόδι πιέζει και κάμπτει την κυρτή πλάκα ανάμεσα στο βαθύ κενό και καθώς αυτή επανέρχεται στο κανονικό της σχήμα, επιστρέφει την ενέργεια που έχει αποθηκευτεί. Σαν αίσθηση όλο αυτό είναι ελαφρώς μετριασμένο σε σχέση με πριν, αφού η συμπίεση του αφρού το καμουφλάρει εν μέρει. Είναι ξεκάθαρα εκεί όμως.

Grand Canyon!

Όσον αφορά την φάση της απογείωσης, εκεί τα πράγματα αντιστρέφονται. Ενώ στα αργά με το ν1 ρολάρεις καλύτερα επάνω στο rocker (βοηθώντας και η κλίση του), όταν ανοίξεις με το νέο SC θα πάρεις ένα “πέταγμα” από την ακαμψία της carbon plate. Αν και η πλάκα παραμένει ίδια, η μικρότερη ποσότητα αφρού γύρω της την αναδεικνύει περισσότερο και της επιτρέπει να δουλέψει ως μοχλός. Απλά θέλει να δώσεις λίγο παραπάνω.

Παρά την ύπαρξη της carbon plate, το forefoot δεν είναι εντελώς άκαμπτο.

Όλα αυτά μας δίνουν τελικά ένα μοντέλο με αρκετά μεγαλύτερο εύρος χρήσης από πριν. Διατηρεί τον χαρακτήρα που είχε σαν long, easy και recovery run παπούτσι, δεν έχει πρόβλημα όμως πλέον να ακολουθήσει και πιο γρήγορους ρυθμούς. Μπορεί να σε πάει άνετα σε προοδευτικά κι εναλλασσόμενα τρεξίματα, αγγίζοντας και το half marathon pace. Δεν θα το κάνει ακριβώς με τον τρόπο ενός πιο στοχευμένου performance μοντέλου, το cushioning και το bounce όμως σου δίνουν την προστασία και την ευκολία για να μείνεις αρκετή ώρα σε αυτό το effort.

Δεν πρέπει να παραλείψουμε κάτι πολύ σημαντικό, το οποίο βέβαια ίσχυε και για την πρώτη έκδοση. Σε σχέση με την πλειονότητα των carbon plated μοντέλων, το Trainer δεν απαιτεί συγκεκριμένη μηχανική και form για να δουλέψει. Ούτε και απαιτεί ταχύτητα. Αντιθέτως, η σχεδίασή του είναι τέτοια που “επιβραβεύει” την προσγείωση στο πίσω μέρος. Εκεί είναι το sweet spot της Energy Arc, η οποία κάνει ακόμη πιο έντονο το rebound του FuelCell. Με απλά λόγια, το παπούτσι τρέχεται με τον τρόπο που τρέχει ο απλός ερασιτέχνης. Και αποδίδει χωρίς προϋποθέσεις.

Να σημειώσω ότι έτρεξα κι ένα 10άρι με πιο γρήγορους ρυθμούς ενδιάμεσα, φορώντας από ένα παπούτσι σε κάθε πόδι (ρεζίλι γινόμαστε για την ενημέρωσή σας!). Οι διαφορές των δύο Trainer επιβεβαιώθηκαν. Παρότι τέτοιες συνθήκες συνήθως μπερδεύουν τον εγκέφαλο, εδώ τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα.

Τελειώνοντας, να πω και το εξής: το v2 μοιάζει περισσότερο σε τρόπο λειτουργίας με το SC Elite v3, παρά με τον προκάτοχό του. Έχοντας παρόμοια γεωμετρία και χαρακτηριστικά με το racer της ΝΒ, ταιριάζει πιο πολύ ως το προπονητικό του συμπλήρωμα. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι πρότινος το κενό μεταξύ Elite ν3 και Trainer v1 ήταν αρκετά μεγάλο.

Συμπέρασμα

Το πρώτο SC Trainer ήταν ένα καθ’ όλα εντυπωσιακό προπονητικό παπούτσι. Κατ’ εμέ μάλιστα, ήταν και από τις καλύτερες επιλογές ως marathon shoe για τον μέσο ερασιτέχνη, παρά το βάρος του. Φυσιολογική λοιπόν η ανησυχία του κοινού για το πώς θα είναι η δεύτερη έκδοση.

Τελικά το μοντέλο άλλαξε αλλά δεν χάλασε. Κατ’ εμέ, ολοκληρώθηκε. Σε κάποιους ίσως λείψει η μοναδικότητα που έδιναν τα 47/39mm της σόλας, τα οποία όμως το έκαναν κάπως μονοδιάστατο ως προς την χρήση του και το περιόριζαν σε συγκεκριμένα τρεξίματα. Το v2 μοιάζει λίγο πιο παραδοσιακό στην συμπεριφορά του, αξιοποιεί όμως καλύτερα τα συστατικά της σόλας. Διατηρεί τον fun factor, ενώ σαν επιλογή για τον μαραθώνιο είναι ακόμη πιο αποδοτικό. Συν τοις άλλοις, η διευρυμένη χρήση του δικαιολογεί περισσότερο και την τιμή του.

 

Μοιραστείτε αυτό το Άρθρο

Ο Νίκος Πήλικας είναι ερασιτέχνης δρομέας. Επειδή όμως δεν είναι καλός στο τρέξιμο, ασχολείται και με τα παρελκόμενα αυτού (π.χ. παπούτσια). Απ' ό,τι λένε, είναι καλύτερος σε αυτά...

Αφήστε μια απάντηση