Αρχική / Αξιολογήσεις / Nike ZoomX Invincible 3

Μοιραστείτε αυτό το Άρθρο

Αξιολογήσεις / Επιλεγμένα

Nike ZoomX Invincible 3

Nike ZoomX Invincible 3

Κατηγορία: Trainer  –  Πάτημα: Ουδέτερο  –  Βάρος: 300γρ.  –  Drop: 9mm (40/31mm)

 

Σαν προδιαγραφές, το Invincible μάς συστήθηκε πριν δύο χρόνια ως το απόλυτο trainer. Ο ογκόλιθος από ZoomX, χωρίς μάλιστα τίποτα ανάμεσα να φρενάρει τις ιδιότητές του, υποσχόταν μία μοναδική εμπειρία. Ερχόταν άλλωστε ως το προπονητικό συμπλήρωμα του βασιλιά Vaporfly.

Παρ’ όλα αυτά, τα χαρακτηριστικά του παπουτσιού ήταν τόσο έντονα, που τελικά είχαμε μία “love it or hate it” περίπτωση. Για κάποιους δρομείς το υπερβολικό softness και bounce που σου έδινε, ήταν ευλογία. Για κάποιους άλλους, κατάρα. Παρότι δεν είχε ουσιαστικά θέματα σταθερότητας, η μεγάλη διαδρομή του ποδιού μέσα στον αφρό, αλλά και το μεγάλο “γκελ”, δεν ταίριαζαν σε όλους. Πολλοί παραπονιόντουσαν για ενοχλήσεις σε κνήμες, γόνατα και τετρακεφάλους, αφήνοντας αναγκαστικά στην άκρη το μοντέλο. Προσωπικά ανήκω στην πρώτη κατηγορία, έχοντας μία σχεδόν ιδανική σχέση με το Invincible. Για εμένα ήταν ένα απίστευτα ξεκούραστο και εύκολο παπούτσι, το οποίο με πήγαινε ακόμη κι όταν τα πόδια μου δεν μπορούσαν να με πάνε.

Η δεύτερη έκδοση έφερε μικρές αλλαγές μόνο στο επάνω μέρος, όντας ουσιαστικά το ίδιο παπούτσι. Το Invincible 3 έρχεται με νέα σχεδίαση, η οποία δίνει ένα μάλλον αμφιλεγόμενο αποτέλεσμα, όπως πιθανώς να έχετε ακούσει ή διαβάσει. Κατ’ εμέ πάντως, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα.

Επάνω μέρος και εφαρμογή

Όσο υπερπαραγωγή ήταν η σόλα των δύο πρώτων Invincible, άλλο τόσο ήταν και το upper. Χοντρό πλεκτό εξωτερικά και μία επίσης χοντρή επένδυση από κάτω του. Θύμιζε κάτι σαν πουλόβερ και το καλοκαίρι ανέπνεε επίσης σαν πουλόβερ.

Στο νέο μοντέλο έχουμε μία στρώση Flyknit μόνο, η οποία είναι πιο λεπτή και διαπνέουσα από πριν. Η ύφανση παραμένει πυκνή, έχοντας και πιο ενισχυμένα νήματα ενδιάμεσα. Εξακολουθεί να έχει μία στιβαρή και δεμένη αίσθηση, χωρίς όμως τον συνωστισμό υλικών του παρελθόντος.

Το Flyknit εξωτερικά και εσωτερικά.

To toe box είναι ελαφρώς πιο μαζεμένο σε διαστάσεις και κλείνει σωστότερα γύρω από τα μετατάρσια και τα δάχτυλα. Δεν του λείπει όμως και ο αέρας, καθώς είναι πιο στρογγυλεμένο στο τελείωμα μπροστά και ο προφυλακτήρας ελάχιστος.

Το ίδιο καλή και απροβλημάτιστη είναι η εφαρμογή στο μεσαίο τμήμα. Η γλώσσα μοιάζει πιο πλούσια από όσο πραγματικά είναι, κυρίως λόγω του αφρώδους στο τελείωμά της. Οι τρύπες των κορδονιών είναι αρκετά στενές, οπότε το δέσιμο ρυθμίζεται εύκολα και κρατάει την αρχική τάση που δίνεις. Όλα καλά μέχρι εδώ.

Οι προηγούμενες εκδόσεις είχαν ένα πολύ παχύ μαξιλάρι γύρω από τον αστράγαλο, ακόμη και στην εξωτερική πλευρά. Σίγουρα έδειχνε υπερβολικό, γεγονός όμως είναι πως κλείδωνε σωστά την περιοχή και μάλιστα, χωρίς να απαιτεί απαραίτητα πολύ σφίξιμο. Ταίριαζε και με τον “πληθωρικό” χαρακτήρα της όλης κατασκευής. Στο νέο Invincible το αφρώδες κατεβαίνει χαμηλότερα και μόνο εσωτερικά, ενώ είναι και πιο σφιχτό σαν υλικό, παρότι δεν υστερεί σε διαστάσεις. Στο τελείωμα του άκαμπτου κολάρου έχουμε απλά ένα χείλος υφάσματος, το οποίο δεν έχει καμμία λειτουργικότητα στην συνολική εφαρμογή.

Πλούσια η επένδυση του κολάρου αλλά όχι και αποτελεσματική.

Με την νέα σχεδίαση, το κράτημα πίσω καταλήγει από μέτριο έως και προβληματικό. Παρότι δοκίμασα κάθε πιθανό τρόπο δεσίματος, ποτέ δεν κατάφερα να σταθεροποιήσω την φτέρνα. Μόνο όταν έσφιγγα πολύ τις τελευταίες τρύπες, αλλά τότε η πίεση από τα κορδόνια γινόταν γρήγορα ενοχλητική και το πόδι μου μούδιαζε. Δεν υπάρχει προφανής αιτία για όλο αυτό, καθώς συναντάμε κι αλλού αντίστοιχο σχεδιασμό, χωρίς όμως ανάλογο θέμα. Ούτε και υποκειμενικό θα το χαρακτήριζα, αφού έχει καταγραφεί από πολλούς. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, είναι πως η πολύ μαλακή και bouncy φτέρνα αναδεικνύει ακόμη περισσότερο το πρόβλημα.

Συνολικά το επάνω μέρος κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός σε υλικά και η σχεδίαση καλώς απλοποιείται. Δεν υπήρχε κανένας λόγος για τέτοιο πλεόνασμα υφάσματος και αφρώδους. Ωστόσο, υπολείπεται ξεκάθαρα στο πιο καθοριστικό στοιχείο της εφαρμογής ενός δρομικού μοντέλου, δηλαδή την συγκράτηση της φτέρνας. Δεν είναι ότι δεν μπορείς να το τρέξεις το παπούτσι, απλά καταντάει εκνευριστικό να ασχολείσαι τόσο με το πώς θα το δέσεις κάθε φορά.
Σχετικά με το νούμερο, πάτε στο κανονικό σας.

Σόλα και πάτημα

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν το συνολικό feedback, η Nike καλείται να φέρει το μοντέλο σε μία ισορροπία. Από τη μία να διατηρήσει τις, αναμφισβήτητα, εντυπωσιακές ιδιότητες της σόλας, από την άλλη να την κάνει πιο λειτουργική για ένα ευρύτερο κοινό.

Πρώτα απ’ όλα λοιπόν, αλλάζει η γεωμετρία της. Το σαν… hovercraft σχήμα της σόλας των πρώτων εκδόσεων συμμαζεύεται κάπως, παρότι διατηρείται το τεράστιο πλάτος της. Είναι και πιο στρογγυλεμένη στο τελείωμα πίσω, σε σχέση με την τετραγωνισμένη σχεδίαση που είχαμε πριν. Όποιος έχει φορέσει τα ν1/2, σίγουρα θα έχει “τρακάρει” πολλές φορές τις φτέρνες μεταξύ τους.

Στα “λειτουργικά” σημεία η σόλα διατηρεί το πλάτος της, μειώνοντάς το όμως στο τελείωμά της.

Τα τοιχώματα εξακολουθούν να έχουν μία πομπέ σχεδίαση συνολικά, πλέον όμως είναι πιο κάθετα και με δύο διαμήκεις κοιλότητες. Επίσης, το κόκκινο ταμπελάκι στην εσωτερική πλευρά της φτέρνας, δείχνει να μην είναι απλά διακομητικό αλλά να εξυπηρετεί και τον έλεγχο της συμπίεσης στο σημείο.

Το αποτύπωμα της βάσης είναι κι εδώ πελώριο, με το χαρακτηριστικό σχήμα κλέψύδρας. Γι’ αυτό και το midfoot μοιάζει στενό, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Τόσο πίσω, όσο και μπροστά, η σόλα ανοίγει ιδιαίτερα πολύ προς τα κάτω, ώστε να διατηρεί το πέλμα επάνω της.

Το Invincible είναι εύκολα αναγνωρίσμο από το σχήμα της σόλας και μόνο.

Το πλαστικό πέταλο γύρω από την φτέρνα δείχνει να έχει μικρύνει σε διαστάσεις. Η διαφορά του όμως με πριν είναι πως ενώ δεν σηκώνεται προς τα επάνω, επεκτείνεται προς τα κάτω, μέσα στον αφρό, δίνοντας τελικά περισσότερη στήριξη.

Η προέκταση του κλιπ εσωτερικά ενισχύει την στήριξη της φτέρνας.

Πολλή συζήτηση έχει γίνει σχετικά με την υφασμάτινη επένδυση επάνω από τον ZoomX και ακριβώς κάτω από τον εσωτερικό πάτο. Θυμίζουμε ότι στα δύο πρώτα μοντέλα η σόλα ήταν ανεπένδυτη στο επάνω μέρος της και το πόδι ουσιαστικά συναντούσε κατευθείαν τον πολύ μαλακό αφρό.

Invincible 1

Αντιθέτως, στο ν3 μεσολαβεί μία στρώση απαλού υφάσματος και όπως θα έχετε ακούσει ή διαβάσει, είναι και ο λόγος που το πάτημα έχει σφίξει ελαφρώς. Ωστόσο, προσωπικά θα διαφωνήσω με αυτό. Θεωρώ υπερβολικό το να έχει τόση επίδραση στην συμπεριφορά αυτή πολύ λεπτή επένδυση, όταν μάλιστα από κάτω της έχουμε 40 ολόκληρα χιλιοστά αφράτου ZoomX. Σίγουρα συνεισφέρει στην γενικότερη “εξημέρωση” της σόλας, όπως θα δούμε, όχι όμως στον βαθμό που πολλοί πιστεύουν. Αυτή είναι η γνώμη μου, βέβαια.

Ο αφρός επενδύεται με ένα μαλακό ύφασμα, όπως και στα περισσότερα μοντέλα της αγοράς.

Τα ύψη έχουν αυξηθεί κατά ~3.5mm και είναι και ο λόγος που έχουμε κάποια επιπλέον γραμμάρια βάρους. Συν τοις άλλοις, κατά τη Nike έχει αυξηθεί και το πλάτος της σόλας, παρ’ όλα αυτά σε όποιο σημείο κι αν την μέτρησα, ήταν ακριβώς ίδια με πριν.

H σόλα έχει ψηλώσει κατά 3.4mm, σύμφωνα με την εταιρεία.

Ούτως ή άλλως, η βάση του Invincible είναι υπερβολικά φαρδιά και το πόδι δουλεύει αναγκαστικά επάνω της, όπως και αν πατήσεις. Είναι ίσως το φαρδύτερο μοντέλο της αγοράς, ιδίως στα μετατάρσια. Ο συνολικός όγκος της σόλας είναι τεράστιος, γι’ αυτό και απαιτείται κάποια εξοικείωση.

Το forefoot του Invincible θυμίζει… βάρκα!

Η εξώσολα μοιάζει ίδια αλλά δεν είναι. Το λάστιχο είναι παχύτερο και ίσως σκληρότερο από πριν, φέρει όμως πολλά μικρά ανοίγματα. Επίσης, δεν είναι ενιαίο αλλά χωρίζεται μπροστά από την φτέρνα και στο μεγάλο δάχτυλο, προφανώς για μεγαλύτερη ευκαμψία και φυσικότητα. Η πρόσφυση είναι επαρκέστατη, ενώ αναμένεται και μεγάλη ανθεκτικότητα. Ξέρω πολλές περιπτώσεις δρομέων που είχαν φτάσει σε τετραψήφιο νούμερο χιλιομέτρων με τις προηγούμενες εκδόσεις.

Το παχύ και σχετικά σκληρό λάστιχο εξασφαλίζει αντοχή αλλά συγχρόνως, σταθεροποιεί και τον μαλακό αφρό.

Όπως είπαμε και παραπάνω, το Invincible 3 προσπαθεί να πετύχει μία πιο ελεγχόμενη συμπεριφορά. Δεν θα έλεγα ότι το πρόβλημα των ν1/2 ήταν η σταθερότητα, αφού η τεράστια σε φάρδος βάση τα κατάφερνε σε ικανοποιητικό βαθμό. Το θέμα για όσους δεν ταίριαξαν με το παπούτσι, ήταν ότι το softness και το bounce σού τα “πέταγε στα μούτρα” και η μηχανική πολλών δεν μπορούσε να τα διαχειριστεί. Δεν είχα το παραμικρό ζήτημα (κάθε άλλο) αλλά μπορώ να καταλάβω γιατί δεν δούλευε για κάποιους.

Έχοντας μάλλον αντίθετη άποψη από άλλους reviewers, κατ’ εμέ το νέο Invincible δεν έχει χάσει τον χαρακτήρα του. Η μεγάλη συμπίεση της σόλας κι η επίσης μεγάλη επιστροφή ενέργειας, διατηρούνται κι εδώ. Η προστασία που σου δίνει, αλλά και ο τρόπος που την αισθάνεσαι, είναι απλά κορυφαία. Ίσως κάποιοι να πουν ότι δεν χρειάζεται τόσο πολύ softness, προφανώς όμως αυτοί δεν αποτελούν το κοινό του μοντέλου.

Χρειάζεται ελάχιστη προσπάθεια για να συμπιέσεις τον ZoomX.

Συγχρόνως, όσο βαθιά βουλιάζει το πόδι μέσα στην σόλα, τόσο γρήγορα και “ανταποδοτικά” αυτή επανέρχεται και σε σηκώνει. Όσο αργά κι αν πηγαίνεις. Νομίζω ότι παραμένει το κορυφαίο παπούτσι σε απόλυτο bounce. Προσέξτε, όχι σε αποδοτικότητα ή προώθηση, χαρακτηριστικά που ενισχύονται από μία carbon plate, αλλά σε αυτή την αίσθηση που δίνει λες και είσαι σε τραμπολίνο.

Ωστόσο, συγκρίνοντας την συμπεριφορά του με πριν, είναι εμφανές πως η πληθωρικότητά του έχει γίνει πιο λειτουργική. Κάποιοι θα πουν πως το μοντέλο σοβάρεψε, κάποιοι άλλοι ότι ωρίμασε. Εξαρτάται από την εμπειρία που είχες με τα Invincible 1 και 2.

Εξακολουθεί να είναι ο οδοστρωτήρας που ξέραμε, με την μοναδική ιδιότητα του ZoomX να διατηρεί φρέσκα τα πόδια, κατά την διάρκεια αλλά και μετά. Η διαφορά είναι ότι έχει αποκτήσει μία επιπλέον στιβαρότητα στο πάτημά του, τόσο όσον αφορά την συμπίεση, όσο και την ακαμψία του. Ούτε και πριν ήταν εύκαμπτο, ο πολύ μαλακός αφρός όμως, επέτρεπε στην σόλα να δουλεύει στρεπτικά. Τώρα είναι λίγο πιο κεντραρισμένο και ευθύβολο.

Ως αποτέλεσμα, το πάτημα καταλήγει πιο σταθερό και η συμπίεση ελαφρώς πιο κοντρολαρισμένη. Η παχύτερη εξώσολα, η εσωτερική επένδυση και η νέα γεωμετρία των πλαϊνών, φέρνουν μία ισορροπία στο όλο σύστημα και κάνουν την συμπεριφορά του πιο προβλέψιμη. Αν αυτό είναι τελικά καλό ή κακό, εξαρτάται από το πόσο σου άρεσαν τα προηγούμενα Invincible. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πιστεύω πως αν δώσεις το ν3 σε κάποιον που δεν έχει τρέξει ποτέ με την σειρά, ώστε να κάνει συγκρίσεις, θα το βρει εντυπωσιακά μαλακό και ελαστικό.

Απ’ την άλλη, οι αλλαγές αυτές έχουν και δύο αρνητικές επιπτώσεις. Πρώτα απ’ όλα, το ψηλότερο και πολύ φαρδύ forefoot, αλλά και το παχύτερο λάστιχο, κάνουν το παπούτσι αρκετά άκαμπτο. Έχει μόνο ένα flex point, το οποίο μάλιστα είναι και πολύ μπροστά. Σε συνδυασμό και με την απουσία μίας rocker γεωμετρίας, το Invincible καταλήγει να μην έχει και τόσο στρωτό transition στους αργούς ρυθμούς. Αυτό θα το αντιληφθούν περισσότερο όσοι έχουν κοντό διασκελισμό και μεγάλη συχνότητα, αφού το παπούτσι δεν ρολάρει όπως άλλα αντίστοιχα.

Κάποιες αυλακώσεις από κάτω ή ένα ελαφρύ rocker, θα βελτίωναν σημαντικά την ευκολία του μοντέλου κατά την απογείωση.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό που δεν μου άρεσε, έχει να κάνει με το drop. Στο πρώτο Invincible ένοιωθες πως ήταν αρκετά μεγαλύτερο από τα επίσημα 9mm. Κάτι τέτοιο έμοιαζε μάλλον περίεργο, αφού η μαλακή φτέρνα θα έπρεπε κανονικά να δίνει χαμηλότερο “δυναμικό” drop σε σχέση με το “στατικό”. Άρα το αρχικό θα έπρεπε να είναι περισσότερο από 9mm, κάτι που επιβεβαιώνεται κιόλας και από κάποιες ανεπίσημες μετρήσεις των υψών. Στο ν3 αυτή η αίσθηση είναι ακόμη εντονότερη, αφού η μικρότερη συμπίεση της φτέρνας κάνει το παπούτσι αρκετά “κατηφορικό” και κάπως αφύσικο. Αν έπρεπε να μαντέψω το drop, θα έλεγα ότι ξεπερνάει τα 12mm.

Το Invincible παραμένει ένα max cushioning μοντέλο, το οποίο προορίζεται για οποιοδήποτε τρέξιμο σε αργούς ρυθμούς. Για εμένα είναι από τα 2-3 κορυφαία της κατηγορίας. Θα σε πάει πανεύκολα στα long runs, με το cushioning και το rebound του, ενώ είναι ιδανικό για τα easy runs, με την άνεση και την βοήθεια που δίνει ο ZoomX όταν τα πόδια είναι βαριά. Εν τούτοις, εγώ το παπούτσι το απόλαυσα ακόμη κι όταν άνοιγα ελαφρώς ρυθμό. Ενώ τα χαρακτηριστικά του δεν προδιαθέτουν για κάτι τέτοιο, η επιστροφή ενέργειας είναι τόσο μεγάλη που καταφέρνει να κρύψει το βάρος και τον όγκο του. Προφανώς αυτό έχει να κάνει και με το δρομικό στυλ του καθενός, αφού ένας μεγαλύτερος διασκελισμός και δυνατότερο πάτημα, αναδεικνύουν περισσότερο τις ιδιότητες του αφρού.

Επίσης, θεωρώ πως αποδίδει καλύτερα αν μεταφέρεις λίγο πιο μπροστά το πάτημα, κάνοντας το πιο γεμάτο και “επίπεδο”. Έτσι, και το βαθύ και bouncy cushioning του πίσω μέρους παίρνεις, αλλά και μετριάζεις την υπερβολική συμπίεση του σημείου.

Συμπέρασμα

Το νέο Invincible κρατάει το DNA της σειράς. Για εμένα αυτό είναι ξεκάθαρο. Το αν είναι καλύτερο ή χειρότερο από πριν, έχει να κάνει με το πόσο ευχαριστημένος ήσουν με τα προηγούμενα. Αν ήσουν.

Σίγουρα έχει στρογγυλέψει τις γωνίες του κι έχει γίνει λίγο πιο ήσυχο, όχι όμως σε βαθμό που να χάνει τις εντυπωσιακές ιδιότητες της σόλας. Αν δεν σου αρέσει το πολύ μαλακό πάτημα, η βύθιση στον αφρό ή ο μεγάλος όγκος, το Invincible εξακολουθεί να μην είναι για εσένα. Το ίδιο ισχύει και αν έχεις μυοσκελετικές αδυναμίες και ψάχνεις μία αντικειμενικά σταθερή πλατφόρμα να σε υποστηρίξει. Το Nike συνεχίζει να είναι ένα ιδιαίτερο παπούτσι, έστω και λιγότερο από πριν.

Από εκεί και πέρα, όσοι αγάπησαν τα ν1/2 δεν αποκλείεται να γκρινιάξουν λίγο με τις αλλαγές. Εγώ πάντως δεν είμαι σε αυτούς κι ας απολαμβάνω ακόμη το original. Θυμίζει κάπως την περίπτωση των Novablast 1 και 2, όπου τα κουσούρια του πρώτου αντισταθμίζονταν από το performance του, ενώ το δεύτερο ήταν συνολικά μάλλον σωστότερο παπούτσι αλλά και λίγο πιο “βαρετό”.

Για το επάνω μέρος τα είπαμε. Η αδύναμία συγκράτησης της φτέρνας αποτελεί αναμφισβήτητη και καθοριστική αστοχία. Καλές οι νέες ιδέες και οι καινοτομίες αλλά πολλές φορές οι απλές, παραδοσιακές λύσεις είναι και οι αποτελεσματικότερες.

 

Μοιραστείτε αυτό το Άρθρο

Ο Νίκος Πήλικας είναι ερασιτέχνης δρομέας. Επειδή όμως δεν είναι καλός στο τρέξιμο, ασχολείται και με τα παρελκόμενα αυτού (π.χ. παπούτσια). Απ' ό,τι λένε, είναι καλύτερος σε αυτά...

6 Σχόλια

  1. Συγχαρητήρια για την παρουσίαση , αυτό που μου άρεσε στην πρώτη έκδοση ήταν το πέταγμα που σου έδινε σαν τραμπολίνο , προσωπικά η χρήση του για μένα ήταν μόνο στα easy και recovery και ειδικά όταν μαζεύες χιλιόμετρα από ένα long run το φορούσες την επόμενη μέρα και το απολαμβάνες θα το χαρακτήριζα το καλύτερο παπούτσι για τρεξίματα αποκατάστασης , η πρώτη έκδοση στο νούμερο 45 ήταν 321 gr προσωπικά το βρήκα πολύ βαρύ στα long run μιας και μου ταίριαξαν πολύ καλύτερα τα πολύ ελαφρύτερα speed2,3 που ήταν κάτω από 250 gr.Εκεί που υπερτερούσε ο αφρός zoomx είναι ότι έβγαζε παραπάνω χιλιόμετρα 900 στο invisimple έναντι 700 στα speed . Προσωπικά ψάχνω να αγοράσω πάλι ένα παπούτσι για easy run μιας και έχω καλομαθει τα πόδια μου με πλάκες με τα speed και vaporfly στα γρήγορα κομμάτια . Είμαι ανάμεσα σε αυτό και στο novablast3 , με το novablast 1 είχα μεγάλα θέματα αστάθειας. Τι μου προτείνει ο ειδικός ;

  2. Ευχαριστούμε πολύ @echetlos! Το περιμέναμε πως και πως αυτό το review σου!

  3. @giorgos-grig Kαλημέρα Γιώργο. Αν το πρόβλημά σου με το Invincible ήταν το βάρος, τότε πήγαινε στο Novablast. Καμμία σχέση με το ν1 σε σταθερότητα.

  4. Ωραία, και κατατοπιστική παρουσίαση. Μάλλον θα το δοκιμάσω. Επειδή κάνω μόνο αργό, έως πολύ αργό τρέξιμο, ας ελπίσουμε ότι το όποιο μη κλείδωμα φτέρνας, να μην είναι σημαντικό πρόβλημα. Τα κορδόνια έχουν σύστημα flywire; Μακάρι να μην έχουν. Δεν τη χωνεύω καθόλου, την συγκεκριμένη τεχνολογία.

  5. @icowanda Όχι, δεν υπάρχει Flywire (καλώς δεν το χωνεύεις).
    Αν το πάρεις από nike.com, έχεις δυνατότητα δοκιμής για έναν μήνα και αν δεν σου κάνουν, τα επιστρέφεις.

  6. Thanks για την απάντηση.

Αφήστε μια απάντηση