Αρχική / Απόψεις / Απόστολος

Μοιραστείτε αυτό το Άρθρο

Απόψεις / Επιλεγμένα

Απόστολος

Απόστολος

Αγκάλιασε την βαριά πέτρα και την έσφιξε δυνατά στο στήθος όπως η μάνα σφίγγει το σπλάχνο της. Δεκατέσσερα κιλά  παγωμένου λευκού γρανίτη καταπλάκωνε το παλλόμενο στήθος που φούσκωνε ακανόνιστα σαν την θάλασσα γύρω του που μαινόταν. Κοίταξε  προς την στεριά και τίποτα πιά δεν τον συνέδεε με εκεί. Τα λευκά κύματα τριγύρω του ξεπηδάγαν σαν αφιονισμένες Μαινάδες που τον καλούσαν στον ξέφρενο χορό τους. Μόνο η γαλήνια βουβή αγκαλιά του βυθού μπορεί να τον ξεκουράσει απο αυτή την φρενίτιδα της ύπαρξής του.

Δεν κατάλαβε πως είχε φτάσει σε αυτή την  απεγνωσμένη στιγμή της ζωής του. Μόνος μεσοπέλαγα σχεδόν, σε μιά  βαρκούλα να επιπλέει σαν παιχνιδάκι στην μπανιέρα ενός παιδιού έτοιμο να ανατραπεί από στιγμή σε στιγμή. Μαζί  του για μοναδική παρέα ένα παγωμένο κομμάτι γρανίτη. Το χε σκεφτεί μέρες θα αγκάλιαζε την πέτρα και θα βούταγε παρέα. Όπως οι παλιοί σφουγγαράδες βουτάγανε αγκαλιά με την σκανταλόπετρα. Θα πηγαίνανε παρέα κατευθείαν στον πάτο. Και να άλλαζε γνώμη και λιγοψυχούσε στα μισά της διαδρομής, η πέτρινη ταφόπλακα θα τον είχε παέι ήδη τόσο βαθειά που δεν θα προλάβαινε να ανέβει. Είχε το τέλειο σχέδιο. Θα πάλευε να ανέβει στην επιφάνεια με αποτέλεσμα πανικόβλητος να υπεραναπνέει. Λίγο θα κρατούσε το βάσανο. Μετά θα έπεφτε σε λήθαργο και θα έχανε τις αισθήσεις του και θα βούλιαζε σιγά σιγά στο σκοτάδι. Ένα ξύλινο κουφάρι τον χώριζε από τον υγρό τάφο του. Μέσα του παζάρευε η ζωή και ο θάνατος. Σκεφτόταν μήπως να κάτσει μέσα στην βάρκα  να τον πάρει η ψυχρή Τραμουντάνα εκεί που φύσαγε. Ποιός ξέρει που θα τον έστελνε. Μπορεί στην Σπιναλόγκα , μπορεί σε κάποια απόμερη ακτή της Μαύρης Ηπείρου. Όπως και να χει η μοίρα κάπου στο διάολο θα τον έστελνε. Του φαινόταν τελικά η πιο δίκαιη λύση.  Η ειμαρμένη θα έριχνε τα ζάρια και όπου κάτσει. Το  πάχλωμο φεγγάρι του έριχνε λυπητερές ριπές του ισχνού φωτός του. Το χτύπημα του κινητού τον κάνει να αναπηδήσει ξαφνιασμένος χάνοντας την ισορροπία του και μαζί του και το σκαρί να πάλλεται σαν σε τρικυμία. Τρόμαξε πολύ που θα έπεφτε παραλίγο μέσα στην θάλασσα. Πόσο αστείο του φάνηκε..Ένας αποφασισμένος αυτόχειρας μεσοπέλαγα που φοβήθηκε μήπως πέσει στην θάλασσα και πνιγεί. To λυπημένο πρόσωπό του μεταμορφώθηκε αστραπιαία σε ένα προσωπείο Αιάντιου γέλωτος. Ένας ημιπαράφρων εκέι στην άκρη του πουθενά. Η μήπως ήταν τελείως τρελλός. Η αλήθεια είναι πως χρόνια μπαινόβγαινε σε κλινικές είτε αποτοξίνωσης, είτε τρελλάδικα. Από τότε που είδε τον αδελφό του να διαμελίζει σχεδόν τον πατέρα του με τον μπαλτά του χασάπικου άλλαξε μέσα του και έξω.

Η κοκκινομάλλα Δήμητρα πάντα ήταν το επίκεντρο των σχολίων από την πρώτη παιδική της ηλικία. Σχόλια θαυμασμού, σχόλια χλευαστικά, σχόλια που ταίριαζαν σε ένα όμορφο αλλά περίεργο της φύσης.

Στην εφηβεία ένοιωθε λες και είναι κάποια από τους Χmen. Τα φλογοκόκκινα μαλλιά της με τις κοκκινοπές πιτσίλες διάσπαρτες στο προσωπό της την έκανα τουλάχιστον αξιοπρόσεκτη και σπάνια εκεί στο χωριό της Μεγαλόνησου. Τα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια χρωμάτιζαν με κάτι ακόμα πιο εξωπραγματικό την εμφάνισή της σε συνδυασμό με το λευχείμωνο δέρμα της. Σαν πίνακας υπερεαλιστικής απεικόνισης ξεπρόβαλε τραβώντας άθελα τα βλέμματα. ¨Ηταν μια όμορφη ψηλή γυναίκα σαν από ταινία Βίκινγκ ,ήταν όμως και ξεχωριστή και κάθε τι ξεχωριστό, κάθε τι που δεν ανήκει στον μέσο όρο δέχεται επιθέσεις ρατσισμού, διάκρισης. Το ξεχώριστό πάντα κουβαλάει μόνο του την ιστορία του, αμυνόμενο απέναντι στους πολλούς, στον κανόνα, τον μέσο όρο. Άριστη μαθήτρια πάντα, λάβή για σχόλια τύπου το φρικιό είναι εξωγηίνη με υπερφυσικές ικανότητες απομνημόνευσης.

«Το πράμα σου είναι κόκκινο;» ήταν μια κλασσική ερώτηση που θα συναντούσε στην εφηβική και ενήλικη ζωή. Η απάντηση “δεν θα το δείς πότε μαλάκα” ήταν πια η αγαπήμένη της. O μόνος που το είδε τελικά ήταν ο Αποστόλης. Ο Αποστόλης ο καμμένος, έτσι λέγαν όλοι για τον χαρακτήρα του. Δεν ήταν κακός, δεν είχε κάτι που θα έλεγες πως ξόφθαλμα είναι αρνητικό. Απλά ήταν κλείστος με περίεργες μεταφυσικές αντιλήψεις, αλλόκοτο ντύσιμο, άκαιρες και άκυρες αντιδράσεις στα κοινωνικά σήματα. Κατεστραμμένος λένε από το αλκοόλ τα ναρκωτικά και τον Θεό μέσα του. Ψηλός ογκώδης, σχεδόν τρομακτικός με μακριά πουκάμισα μέχρι το γόνατο και κολάν παντελόνι μεταλλάδικο με αρβύλα. Τα καπέλα του και γενικότερα τα αξεσουάρ στο κεφάλι ήταν μια πανδαισία και ένα καθημερινό μικρό πανηγύρι για την τοπική κοινωνία. Γενικά ήταν ο τύπoς που σίγουρα δεν περνάει απαρατήρητος. Σαν ένα πολύ ιδιάιτερο κτίσμα σε μια γειτονία με προκάτ ομοιόμορφα σπίτια. Δεν ήταν μαζικής παράγωγής, ήταν ένας και ξεχωριστός.  Αυτό την τράβηξε, η μοναδική του τρέλλα. Η αυθεντική του κόπια σε έναν κόσμο καρμπόν. Πως να δεχτεί αυτός ο κόσμος την διαφορετικότητα. Και πως να καταπιεί και ο Αποστόλης την μοναξιά της μοναδικότητάς του.

Έκτη δημοτικού πήγαινε θυμάται και η εικόνα του σφαγιασμένου πατέρα του είναι είναι πάντα σαν οπτικό χαλί ο,τί και αν κάνει. Μια άλικη σκηνή σφαγείου ερχόταν αστραπιαία και εξαφανιζόταν μπροστά στα μάτια του. Θυμάται την γάτα που έγλειφε το αίμα εκεί δίπλα στο ανθρώπινο σφαχτό και χρόνια τον ταλαιπωρούσε ναυτία. Τον αδελφό του δεν τον ξανάδε ποτέ, μήτε αυτός, μήτε κανάς άλλος. Διάφορες οι ιστορίες σε όλη την περιφέρεια. Πως έφυγε στο εξωτερικό, πως αυτοκτόνησε , ακόμα και πως ζει και βαζιλεύει σαν κατασυρροήν δολοφόνος σε όλη την Ελλάδα. Αρέσουν τέτοιες θλιβερές καταστροφές στον κοσμάκη. Ψωμοτύρι στην ψέυτικη ασφάλεια που χτίζουν όλοι γύρω τους, ξορκίζοντας το κακό στους άλλους.

Σημασία έχει πάντως πως η οικογένεια του από τότε διαλύθηκε. Η μάνα του έπεσε στο κρεβάτι και δεν συνήλθε ποτέ. Οι συγγενείς κόψαν τα μουσαφεριλίκια και τα πολλά πολλά και εκείνος έκοψε την έπαφή με την πραγματικότητα. Γνώρισε τον μαγικό κόσμο του ποτού και αργότερα της πρέζας. Βασιλιάς δικτάτορας γινόταν ευθύς μόλις έπινε και γκρεμιζόταν τις επόμενες ώρες βίαια από τον θρόνο του.

Η εικόνα του καθημαγμένου πατέρα σαν φλάς φωτογραφικής μηχανής του τύφλωνε τα μάτια και το μυαλό. Μπαινόβγανε στις ψυχιατρικές κλινικές και τις αποτοξινώσεις ανάλογα με την ταμπέλα του ψυχοσυναισθηματικά διαταραγμένου ή του αλκοολικού πολυχρήστη.

Κάπου εκεί στα 30 του χρόνια αποφάσισε να πάει στο Άγιο Όρος. Εκεί όλους τους δέχονταν αγγέλους και δαίμονες. Ποτέ δεν πίστεψε, όμως μπήκε σε πρόγραμμα. Έζησε εδραία και ασκητικά με ένα τρίβωνα για ρούχο. Ο πνευματικός του τον αγκάλιασε και τον ξαναζέστανε σαν άνθρωπο. Του μπάλωσε με υπομονή και μαεστρία την τρύπα που χε στην καρδιά. Ξαναβρήκε ένα πατέρα ένα φάρο στήριξης και αγάπης. Δεν είχε γνωρίσει πιο άγιο άνθρωπο. Ο πατέρας Σίμωνας κοιμήθηκε έπειτα από 6 χρόνια από όταν σκαρφάλωσε στην μονή. Ο πόνος του μεγάλος μα ο θανατος του δεύτερου πατέραείιχε μια λογική, μια φυσική πορεία στο δρόμο της ζωής κάτι που τον πικροπαρηγορούσε.

Συνέχισε το προγραμμά του με τα αξημέρωτα εγερτήρια, τις παρακλήσεις, τις μετάνοιες και την επίμοχθη εργασία στα αμπέλια. Προσπάθησε να μείνει στο πλάνο να μην ξαναδεί άλλους ανθρώπους από την Βαβέλ από κάτω του. Του έλειπε ο γέρος.  Άρχισε να πεζοπορεί ώρες πάνω στις λιόπυρες πέτρες του Αθωνικού βουνού. Προσευχή στον δικό του Θεό ,πεζοπορία, διακονίες προσευχή και πεζοπορία. Ανέβαινε η ψυχή του κει πάνω στα  βουνά, στο σκαλοπάτι του Θεού. Ενοιωθε ώρες ώρες τόσο κοντά σαν τον πρωτόπλαστο της Δημιουργίας του Μιχαήλ Άγγελου. Ξαναγενήθηκε εκεί στην πέτρα της πίστης. Άρχισε σιγά σιγά να τρέχει σαν τότε που έφηβος είχε αποκτήσει αυτή την λόξα και τον κοιτάγανε σαν τον τρελλό του χωριού. Τι άτιμη που είναι η μοίρα, τα επόμενα χρόνια δεν άργησε να τους το επιβεβαιώσει… Ξέπνοος σκαρφάλωνε τις αιχμηρές ακρολιθιές κει πάνω στον δικό του Θεό και Σωτήρα της ζωής του. Γέμιζαν τα πνευμόνια του θυμάρι και ρίγανη και το μπλε σκούρο του Αγαίου του προκαλούσε το βλέμμα μέχρι το πέρα το παντοτινό. Συλλογιζόταν τον αδερφό του, την ανίερη του πράξη τα γιατί. Θα τον συγχωρούσε ποτέ, γιατί τον σκότωσε; άραγε να ζούσε; Και δώστου ξανά το μυαλό στα πόδια να το τσαλαπατήσουν να μην σκέφτεται πια τίποτα παρά μονο τον Θεό μπροστά του την Φύση με το μπλέ το γαλανό και το πράσινο.

Αλκοολίκι του χε γίνει η ποδόστρατα σαν τα ναρκωτικά γλυκό και ανεβαστικό. Ήταν στιγμές που ένοιωθε όμορφα, γεμάτος ζωή ενέργεια και ελπίδα και η ενασχόληση του αυτή πολύ τον συντηρούσε και τον τράβαγε από τον γκρεμό. Ήταν στιγμές που αγνάντευε από το μοναχικό κελί του το σούρουπο την μαύρη θάλασσα και σαν τον Αιγέα ήθελε να βουτήξει στα νερά της να χαθεί.

Και να σου τώρα μεσοπέλαγα σαν βασιλιάς απαρηγόρητος θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του. Σε μία ονειρική κατάσταση πλέον αναπολεί τις στιγμές γνωριμίας, του τότε που έιχε κατέβει απο το μοναστήρι. Έιχε αποφασίσει να γυρίσει στο χωριό, στον τόπο του εγκλήματος. Έιχε χρέος σε αυτή την μαρμαρωμένη μάνα. Έμεινε κάμποσο και γνώρισε εκεί την κοκκινομάλλα. Μάλλον την ξαναγνώρισε αφού η αρρωστημένη αχλή της παιδικής και πρώιμης ενήλικης ζωής του δεν του είχε επέτρεψει να δει πως αυτο το κορίτσι, τώρα γυναίκα, ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να τον αφουγκραστεί ειλικρινά. Σαν το γυναικείο αντίστοιχο του γέροντα μέντορά του. Μόνο που είχε ένα ακόμα καλό. Του ξύπνησε το άρσενικό μέσα του την επιθυμία για επαφή και άγγιγμα.

Ξανάνοιωσε ολοκληρωμένος άνθρωπος δημιούργημα Θεού και Γης,   αέρα και χώματος, ψυχής και σάρκας. Μα ήταν γραφτό να φύγει και να σβήσει  μακριά του σαν την κόκκινη λάβα που πετρώνει και πεθαίνει στην κρύα θάλασσα. Έτσι και τα κατακόκκινα μαλλιά της έσβησαν ένα απομεσήμερο στο Λιβικό πέλαγος. Κανέις δεν είδε κανείς δεν άκουσε. Δεν ξαναγύρισε από το μεσημεριανό μπάνιο της, όταν τον αποχαιρέτησε ενώ εκείνος ραχάτιζε στο κρεβάτι. Βυθίστηκε στην λήθη της θάλασσας αφήνοντας στην παραλία μια πετσέτα, ένα αντηλιακό και τα γυαλιά ηλίου της. Πράγματα τοσο καθημερινά και ασήμαντα μα πλέον τα μόνα που τον σενέδεαν με την θύμηση της την μυρωδιά της και τον ήχο της φωνής της.

Προσπάθησε να ξανακολλήσει το εαυτό του. Αλήθεια πάλεψε σκληρά. Πεζοπόρησε σε όλη την ελλάδα διανύοντας χιλιάδες χιλιόμετρα σαν προσκυνητής στον δρόμο του Απόστολου Παύλου. Ένα σακίδιο με μια αλλαξιά για εκείνον και μια πετσέτα, ενα αντηλιακό και ένα ζευγάρι γυαλιά για εκείνη. Πήγε στα πιο αποκομμένα χωριά και μοναστήρια. Σε βουνά αφιλόξενα και ακροθαλασσιές ήμερες. Δεν είχε κάτι να τους διδάξει, να τους πεί. Δεν ήταν κάποιος σοφός του κόσμου. Η ιστορία του όμως στη ζωή και ο αγώνας του, μια βιωματική σοφία. Όλοι τον δεχτήκανε με αγάπη και καλοσύνη. Είχε βρεί σε αυτό το ταξίδι του 3 χρόνια τώρα, την ειρήνη με τον κόσμο. Τους είχε συγχωρήσει, δεν γνώριζαν ποιός είναι.

Το μόνο που δεν μπόρεσε να συγχωρήσει στον εαυτό του είναι η κατάρα του να πεθαίνουν και να χάνονται αυτοί που αγαπάει.

Εδώ τέλειωνε το ταξίδι του. Γνώρισε τον Θεό, τον Θάνατο την Αγάπη, αυτό που λενε ζωή. Δεν είχε άλλα να μάθει. Όταν έλυσε την βάρκα από τον κάβο είχε αποφασίσει να συναντήσει τον Χάροντα.

Μα είχε ξεχάσει να πάρει κέρμα.

Το σκάφος του λιμενικού έριξε πάνω στο γκρί της βάρκας του ένα  εκτυφλωτικό φως σαν απο μηχανής θεός.

Η πέτρα έπεσε από τα χέρια του σαν κάτι ξένο. Καποιος εκεί πάνω ή μέσα του, ποιός ξέρει ήθελε να μείνει…

Είχε ακόμα πολλους δρόμους του κόσμου να πορευτεί σαν άλλος Απόστολος.

Μοιραστείτε αυτό το Άρθρο

Ο Γιάννης Βλοντάκης είναι Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής και Ερασιτέχνης δρομέας. Αγαπάει το τρέξιμο, χωρίς να βρίσκει ανταπόκριση από εκείνο...

4 Σχόλια

  1. Τώρα έκατσα και το διάβασα ! Πολύ δυνατό!
    Πως προέκυψε αυτή η ανάρτηση @ioannis_vlontakis ;

  2. Nαι, ωραιο ειναι αρκει να μην το διαβασεις βραδυ που το διαβασα εγω στις 12 προχθες και μου πηρε 2 ωρες να κοιμηθω μετα! 😛

  3. @elda, Μαρία επειδή τη ψιλιάστικα την δουλειά, περίμενα να ανέβει για τα καλά ο ήλιος και μετά ξεκίνησα το διάβασμα!!

  4. Ευχαριστώ παιδιά!Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα για ένα χάπι έντινγκ! χαχαχ
    @roberto4carlos στην ενότητα απόψεις συνηθίζουμε να ανεβάζουμε θέματα πιο ελεύθερα..Έχω ανεβάσει και άλλες ιστορίες στις οποίες προσπαθώ μιλάνε ή να περιέχουν νύξεις για το τρέξιμο, πεζοπορία κ γενικότερα μια προσέγγίση προς ενεργή συμμετοχή του ”ηρωα” σε αυτό, είτε λίγο έιτε πολύ.

Αφήστε μια απάντηση