Και ξάφνου δεν είναι όλα ρόδινα… όχι ότι ήταν και ποτέ… μα μέσα στην αταξία, μέσα στην πίεση των “πρέπει” που έσφιγγαν σαν μέγγενη τα – κάτι από εφηβεία κι ας κοντεύεις τα 40 – “θέλω” σου, είχες κρυμμένο έναν ήλιο. Σαν το γνωστό τραγουδάκι, κρυβόσουν εκεί κι άφηνες τον κόσμο να γυρνάει θεότρελα ανόητος για τη δική σου – είπαμε, εφηβική – αναίδεια…
Όταν πρωτοξεκίνησες όλα σου έφταιγαν. Σώμα και μυαλό αρνιούνταν να συνεργαστούν. Να δοθούν με τρυφερότητα και δίχως αύριο σ’ αυτόν τον πρωτάκουστο έρωτα. Με τα τοπία να μην αλλάζουν τόσο γρήγορα όσο θα πίστευες, με τις κλειδώσεις να αρνούνται να ξεκλειδώσουν, με την αλμύρα του ιδρώτα να στεγνώνει το – άμαθο στις ριπές του αέρα – δέρμα, λίγο από πείσμα και πολύ από διαίσθηση συνέχιζες στην ίδια – μονότονη φαινομενικά – ρότα.
Περίμενες τη δικαίωση. Ανεξάρτητα τι σε ωθούσε, τι ή ποιόν ήθελες να ξεπεράσεις. Παλιός τραυματισμός; καψούρα; εξάρτηση; ήταν κι αυτή η πολυσυλλεκτικότητα που προέκυπτε αβίαστα στις δρομικές μαζώξεις. Σαν την ανάγκη ενός νέου φοιτητή σε μια καινούρια πόλη να ταυτιστεί με πρόσωπα και στέκια, να συνθέσει τη δική του κοσμοθεωρία σε αυτό το μετεφηβικό του – πάλι η εφηβεία μπροστά μου, τρίτωσε… – τόλμημα μακριά από τις μητρικές φτερούγες. Ναι, πολυσυλλεκτικότητα, εξατομικευμένες πορείες, διαφορετικοί σκελετοί στην ντουλάπα του καθενός, μα η ίδια σπίθα στο βλέμμα, το ίδιο καρδιοχτύπι στην εκκίνηση – ξέρω, αν το συγκρίνω με εφηβικό έρωτα θα με πάρεις με τις πέτρες…
Και ξάφνου δεν είναι όλα ρόδινα… Κατι σπάει ξαφνικά στον καθρέφτη κι ο δρομικός Dorian Grey εκθέτει ανεπανόρθωτα το γερασμένο του προσωπείο. Η θνητότητα που το ‘σκαγε τρομαγμένη μπροστά στην αποφασιστικότητά σου ύστερα από κάθε long run, ύστερα από κάθε νέο ταξίδι, τρυπώνει από την κερκόπορτα του μυαλού σου και γελάει αυτάρεσκα με την ανόητη έπαρση που κατέκλυζε το είναι σου. Ναι, για κείνη τη σιγουριά μιλάω πως οι νόμοι της βαρύτητας, της φθοράς δεν σε αφορούν, είναι για τους άλλους, εκείνους που δειλιάζουν μπροστά στο πνιγηρό βάρος της διεκπεραίωσης αυτών που ονειρεύτηκαν.
Δεν εστιάζω σε μυϊκή κατάρρευση. Δεν εστιάζω σε υπερπροπόνηση σώματος. Αυτά είναι συνακόλουθα, παρεπόμενα ενός ύπουλου κι απροσδιόριστα ασαφή “τραυματισμού”. Για την ασυγχρονία των θέλω της ψυχής μιλάω. Από τη μια αγώνες-στόχοι, ταξίδια όμορφα που κάποτε μοιάζαν ειδυλλιακά, που κι αν πέρασαν τα χρόνια είχαν ακόμα τη νηφαλιότητα ενός ηλιοβασιλέματος στο Ιόνιο κι εσύ να στέκεσαι τυφλωμένος από την υπερκόσμια αλήθεια τους και να λυγίζεις με τη σκέψη και μόνο να κάνεις ένα βήμα.
Είναι που οι στάλες της βροχής δεν δροσίζουν πια το διψασμένο σου πρόσωπο καθ’ οδόν. Οι λιμνούλες που σχηματίζονται καθώς τσαλαβουτάς άκομψα σε κάθε μέτρο δεν έχουν πια κάτι από τη μαγεία του αλπικού τοπίου που ‘φτιαχνες μέσα στο μυαλό σου για να νικήσεις τα στοιχεία της φύσης. Τα άστρα δεν φωτίζουν πια το μονοπάτι σου. Ο επόμενος σταθμός ανεφοδιασμού δεν στέκει πια σαν όαση στην έρημο της δρομικής σου μοναξιάς. Τα χαμόγελα των οικείων σου δεν αντισταθμίζουν πια την έλλειψη γλυκογόνου. Οι τελευταίες σταγόνες ισοτονικού, εκείνες οι ακριβοθώρητες που μοιράζεσαι με τον συντρέχτη στη μέση του πουθενά, δεν έχουν πια την απεραντότητα της ευτυχίας που σήμαιναν κάποτε. Κι ο τερματισμός είναι πια μόνο μερικά δευτερόλεπτα, ο χρόνος δεν διαστέλλεται στις άπειρες ώρες προετοιμασίας μυαλού, σώματος και κυρίως ψυχής για το ποθούμενο.
Πεινάς, κρυώνεις, φοβάσαι. Είσαι – επιτέλους; – θνητός…Τρομαζεις με τη σκέψη. Με τη συνειδητότητα που προκύπτει από αυτό το συμπέρασμα, σχεδόν ξεσκίζει τα σωθικά σου πιότερο από όλες μαζί τις μυϊκές συσπάσεις που άλλοτε τράνταζαν τα μέσα σου σε κάθε αγωνιώδη απόπειρα να διανύσεις άλλο ένα μέτρο, ένα τόσο δα μέτρο πιο κοντά στον στόχο. Το φάντασμα της εγκατάλειψης σε κατατρέχει, βιάζει τη σκέψη σου, κραυγάζει στα όνειρά σου, τη μιζέρια του τέλους, της ατιμωτικής αποκαθήλωσης, χιλιάδες μάτια σε κοιτάνε – και παλι;- είτε με οίκτο είτε – χειρότερα – αποκαρδιωμένα. Είναι που κι εκείνη σπεύδει με αγάπη – ομολογουμένως – να σε παρει αγκαλιά, να σε παρηγορήσει κι αυτό, γαμώτο, πονάει πιο πολύ, ψάχνεις κάπου να κρυφτείς, μα σε όλα τα μονοπάτια, σε όλα τα στενοσόκακα του είναι σου έχεις τρεχαλοπερπατήσει με περηφάνια ως τώρα και δεν τολμάς να περάσεις ξανά αποκαμωμένος, γυμνός και νικημένος. Καταλήγεις, με όλα μεγεθυμένα σαν από την πένα του Αισχύλου, να ψάχνεις Ευμενίδες στο χάδι της, γαλήνη τριγύρω κι οι Ερινύες να στοιχειώνουν και να καγχάζουν ανελέητα το κάθε τι.
Δεν είμαι εδώ, για να σε καθησυχάσω, να σου δείξω τον δρόμο της επιστροφής. Αν υπάρχει. Ή μήπως ειμαι; ή μήπως υπάρχει; Ξαναδιάβασε τούτες τις γραμμές, βάλτες πλάι στο τραγουδάκι και τότε πού ξέρεις… καλό δρόμο…
konkarien
Ωραίο κείμενο.
Αποπνέει λυρισμό!!!!
Rigelian
Ω, Συντρέχτη, υπέροχε Συντρέχτη!