Κείμενο: Simon Bartold
Motion control, Neutral, Cushion και Structured Cushioning μοντέλα: αυτές είναι οι βασικές κατηγορίες δρομικών παπουτσιών, εδώ και 35 χρόνια, παραμένοντας οι ίδιες έως και σήμερα. Κι είναι κάτι που με ανησυχεί, αφού είναι… εντελώς λάθος!
Η ιστορία πάει κάπως έτσι: αν έχετε χαμηλή καμάρα ή “υπερπρηνίζετε”, τότε κινδυνεύετε από τραυματισμό υπέρχρησης. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να επιλέξετε ένα παπούτσι της κατηγορίας stability (motion control), το οποίο θα “ελέγξει” τον “υπερπρηνισμό” και θα σας “προστατεύσει” από τους “τραυματισμούς”.
Όπως βλέπετε, πολλοί όροι μπαίνουν εντός εισαγωγικών, θέλοντας να τονίσω τον σκεπτικισμό μου σχετικά με αυτούς.
Απεναντίας, αν “υπτιάζετε”, έχετε μεγαλύτερες πιθανότητες τραυματισμού καθώς λόγω της αυξημένης ακαμψίας του ποδιού, οι κραδασμοί δεν απορροφούνται επαρκώς. Οπότε πάτε σε μοντέλα της κατηγορίας cushioning. Εδώ δεν χρησιμοποιώ τόσα εισαγωγικά όσα στην παραπάνω πρόταση, καθώς υπάρχει αρκετή δόση αλήθειας. Κι αυτή η προσέγγιση όμως, έχει τα ερωτηματικά της.
Τέλος, σε περίπτωση που έχετε “τέλεια βιομηχανική” (αν υπάρχει κάτι τέτοιο), θα πρέπει να επιλέξετε ένα “ουδέτερο” παπούτσι.
Ελπίζω πως αντιλαμβάνεστε πόσα ζητήματα προκύπτουν, βασιζόμενοι σε όλα αυτά που η βιομηχανία δρομικών παπουτσιών (αλλά και μέρος της αντίστοιχης ιατρικής) μάς πλασάρει εδώ και τόσα χρόνια.
Κατ’ αρχάς, ποιος από εμάς έχει το θάρρος να δώσει τον ορισμό του “υπερπρηνισμού”;
Σίγουρα όχι εγώ, καθώς έχω δει πάρα πολλούς αθλητές, οι οποίοι, ενώ θα χαρακτηρίζονταν ως υπερπρηνίζοντες με τα “γνωστά” στάνταρντς, λειτουργούν ιδιαιτέρως καλά, συχνά και σε πολύ υψηλό επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο αθλητής στο ακόλουθο video, ο οποίος συμμετείχε δύο φορές στην ολυμπιακή ομάδα μπάσκετ της Αυστραλίας.
Προσωπικά, προτιμώ να σκέφτομαι ότι οι άνθρωποι δεν λειτουργούν μέσα σε προκαθορισμένα όρια αλλά κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Για κάποιους τα όρια αυτά είναι μικρά, ενώ για κάποιους άλλους, όπως ο συγκεκριμένος, πολύ μεγάλα. Φυσικά, τα όρια αυτά επηρεάζονται από πάρα πολλούς άλλους παράγοντες, όπως το φύλο, η ηλικία, τα γονίδια, το βάρος, το ύψος, η υγεία ή η φυσική κατάσταση, τα οποία όλα συνδυάζονται και τελικά καθορίζουν το πώς λειτουργεί το σώμα και το πόσο κινδυνεύει από τραυματισμούς.
Αντίστοιχοι προβληματισμοί εγείρονται και με τον όρο “υπτιασμός”. Απλά πιστεύω πως εδώ, η αιτία και το αποτέλεσμα του περιορισμένου εύρους κίνησης (υπτιασμός) είναι πιο ξεκάθαρα απ’ ότι στην περίπτωση του αυξημένου εύρους κίνησης (υπερπρηνισμός).
Στις περισσότερες περιπτώσεις, είμαι σύμφωνος με την ιδέα ενός πιο απορροφητικού παπουτσιού για ένα άκαμπτο, υπτιάζον πόδι.
Παρ’ όλα αυτά να θυμάστε ότι οι κανόνες είναι φτιαγμένοι για να σπάνε. Στην παραπάνω περίπτωση του φίλου μπασκετμπολίστα, είμαι βέβαιος ότι σχεδόν όλοι θα τον τοποθετούσαν στην κατηγορία των stability ή motion control μοντέλων.
Αυτό όμως θα ήταν 100% λάθος, αφού ο μηχανισμός του δουλεύει ακριβώς στο όριο πρηνισμού της υπαστραγαλικής άρθρωσης. Από την φάση της πρώτης επαφής με το έδαφος μέχρι την φάση της πλήρους στήριξης, το πόδι του δεν πρηνίζει καθόλου. Σα να περπατάει ένας μικρός ρινόκερος!
Κανονικά, αυτός ο άνδρας χρειάζεται παπούτσι της κατηγορίας cushioning, διότι δεν διαθέτει τους εγγενείς μηχανισμούς αναχαίτισης των κραδασμών.
Ας επιστρέψουμε όμως στον “πιασάρικο” τίτλο αυτού του κειμένου. Για ποιον λόγο λοιπόν ασχολούμαστε με την κατηγοριοποίηση των δρομικών παπουτσιών;
Στο εργαστήριο δοκιμών του περιοδικού Runner’s World, υπεύθυνος του οποίου είναι o ειδικός βιομηχανικής, Dr. Martyn Shorten, έχουν πάψει να χρησιμοποιούν οποιαδήποτε ορολογία που σχετίζεται με την κατηγοριοποίηση των παπουτσιών. Τέλος το “neutral”, τέλος το “cushioning”, τέλος το καταραμένο “motion control”! Κι εδώ είναι το σημείο που θα περιαυτολογήσω, καθώς από το 1999 υποστήριζα ότι ο όρος “motion control” θα έπρεπε να καταργηθεί εντελώς.
Γνωρίζω πως τέτοια ζητήματα απαιτούν πολλά περισσότερα από την απλή γνώμη μου, οπότε ας δούμε αν όλο αυτό μπορώ να το υποστηρίξω με πιο επιστημονικά τεκμήρια. Πρώτα όμως, ας πάμε στο πρακτικό κομμάτι:
1. Δεν είναι δυνατό να “ελεγξεις” την κίνηση. Τουλάχιστον όχι με ένα παπούτσι ή ορθωτικούς πάτους. Σίγουρα μπορείς να την επηρεάσεις κατά κάποιον τρόπο, στα πλαίσια όμως της συζήτησης περί “ελέγχου της κίνησης” τα τελευταία 35 χρόνια, ο συλλογισμός αυτός είναι λανθασμένος.
Ένα πόδι που πρηνίζει πολύ, θα συνεχίζει να το κάνει ακόμη και μέσα στο πιο υποστηρικτικό μοντέλο. Το δε αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης μεταξύ ποδιού – παπουτσιού, είναι εντελώς διαφορετικό ανά περίπτωση. Η επίδραση που θα παρατηρήσουμε σε ένα άτομο, δεν θα είναι ίδια με αυτή σε ένα άλλο. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να ακούμε ότι όλοι όσοι πρηνίζουν χρειάζονται ένα υποστηρικτικό παπούτσι. Κατ’ εμέ, αυτό είναι απλώς μία ανοησία, αντίστοιχο του να λες ότι όλοι οι δρομείς πρέπει να φορούν minimal υποδήματα ή να τρέχουν ξυπόλητοι.
Είναι ενάντια στην αντίληψή μας, ενάντια στην επιστήμη και για αρκετούς μπορεί να συνεισφέρει και σε περιπτώσεις τραυματισμού!
2. Είναι σχεδόν αδύνατο να φτιάξεις ένα motion control μοντέλο χωρίς αναπόφευκτη αύξηση του βάρους του.
Και το βάρος είναι ο εχθρός των δρομέων… τέλος.
3. Η αμεσότητα (responsiveness) σε ένα παπούτσι είναι σημαντική και τα υποστηρικτικά μοντέλα υπολείπονται στον τομέα αυτόν, εξ ορισμού.
Και τώρα ας πάμε στα επιστημονικά τεκμήρια.
Το 2009, μία ομάδα από κορυφαίους επιστήμονες, με επικεφαλής τον καθηγητή Joe Hamill του UMass στο Amherst, δημοσίευσαν μία μελέτη (Knapik et al), η οποία διεπίστωνε πως δεν ήταν δυνατό να βρεις το κατάλληλο παπούτσι, βασιζόμενος στο ύψος της καμάρας. Επιπλέον, απέδειξαν πως όταν για ένα πόδι με χαμηλή καμάρα (“πρηνίζον”, δηλαδή) επιλεχθεί ένα υποστηρικτικό μοντέλο, όπως συστήνουν οι κατασκευαστές, δεν υπήρχε κανένα θετικό αποτέλεσμα σε σχέση με τους τραυματισμούς υπέρχρησης.
Εύλογα λοιπόν, προκύπτει η ερώτηση: όταν δεν μπορείς να ταιριάξεις έναν τύπο ποδιού σε μια κατηγορία και να μειώσεις έτσι τις πιθανότητες τραυματισμού, τότε γιατί να κατηγοριοποιείς τα μοντέλα;
Αυτή ήταν μία τυχαιοποιημένη, πειραματικά ελεγχόμενη μελέτη 1530 υποκειμένων (δρομέων), με ομάδα ελέγχου 1532 ατόμων. Μία άλλη αντίστοιχη ακολούθησε, με ακόμη μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων, η οποία και κατέληξε ότι: “υπήρξε μικρή διαφορά στα ποσοστά τραυματισμών μεταξύ των δειγμάτων που φορούσαν παπούτσι επιλεγμένο βάσει του πελματιαίου σχήματος και του ύψους της καμάρας και των δειγμάτων που φορούσαν stability μοντέλο, ανεξαρτήτως σχήματος και καμάρας.”
Ακόμη πιο σημαντικά πειστήρια προέκυψαν το 2011, όταν ο επί χρόνια ειδικός βιομηχανικής της Nike, Gordon Valient και οι συνεργάτες του, δημοσίευσαν μία έρευνα όπου εξέτασαν τους τραυματισμούς μεταξύ γυναικών δρομέων, στις οποίες δόθηκαν τυχαιοποιημένα, μοντέλα των κατηγοριών neutral, stability και motion control. Όπως ήταν αναμενόμενο, βρήκαν ότι “η τρέχουσα προσέγγιση για την χρήση συστημάτων ελέγχου του πρηνισμού στο παπούτσι (εννοεί χαρακτηριστικά υποστήριξης ή ορθωτικούς πάτους), βάσει του τύπου του ποδιού, είναι εξαιρετικά απλοική και εν δυνάμει, ικανή να προκαλέσει τραυματισμούς.
Συνεπώς, η κατηγοριοποίηση είναι στην καλύτερη περίπτωση, άνευ νοήματος και στην χειρότερη, επικίνδυνη.
Είναι προφανές πως έχει έρθει η ώρα για μια διαφορετική προσέγγιση στο όλο ζήτημα, η οποία θα είναι απλούστερη αλλά ουσιαστική, αφήνοντας πλέον στο περιθώριο τις παρωχημένες και ανακριβείς γενικεύσεις που έως τώρα ακολουθούμε.
Ο Αυστραλός Simon Bartold είναι από του κορυφαίους ποδιάτρους παγκοσμίως και ειδικός σε θέματα αθλητικής βιομηχανικής.
Sotiris Diamantopoulos
Thanks για το άρθρο Νίκο. Τα πράγματα με το cushioning δεν είναι όπως φαίνονται, δεν πρέπει να κατηγοριοποιούμε/επιλέγουμε παπούτσια με βάση τα stability χαρακτηριστκά, ενώ άκαμπτα παπούτσια που θα περιμέναμε να επιβαρύνουν τον αστράγαλο και τον αχίλλειο, πιθανόν να μην το κάνουν τελικά. Πολλά ανοικτά θέματα στον τομέα της βιομηχανικής και το θετικό είναι ότι όλα αυτά είναι πεδίο έρευνας για τους σχετικούς επιστήμονες. Το άλλο θετικό είναι ότι ο Bartold συνεργάζεται με την Salomon, οπότε κάποιες από τις ιδέες του υλοποιούνται ή θα υλοποιηθούν.
Nikos Pilikas
Όντως, έτσι είναι τα πράγματα, Σωτήρη.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι, είναι πως είμαστε διαφορετικοί και αναγκαστικά, μόνο δοκιμάζοντας μπορούμε να καταλήξουμε.
ΥΓ: ο αγώνας τώρα δικαιώνεται!
Sotiris Diamantopoulos
Ένα σχετικό άρθρο του Alex Hutchinson που βασίζεται σε paper των Wiley και Napier (φυσικοθεραπευτές αμφότεροι με πολύ δυνατές ερευνητικές εργασίες) μπορεί κανείς να βρει στο παρακάτω link https://www.theglobeandmail.com/life/health-and-fitness/article-the-myth-of-the-running-shoe/
Παραθέτω και δύο σημεία του άρθρου που θεωρώ και τα πιο σημαντικά.
“Το συμπέρασμα, σύμφωνα με τον Naper και Wiley, είναι ότι την αποφυγή τραυματισμών οι συμβουλές για την επιλογή ενός συγκεκριμένου τύπου παπουτσιού σε σχέση με έναν άλλον δεν διαφέρει από την επιλογή ενός μπλε παπουτσιού αντί ενός κόκκινου. Αντιθέτως, ο Napier προτείνει ως καλύτερο τρόπο για την αποφυγή τραυματισμών την προσοχή στο πώς αυξάνουμε το προπονητικό φορτίο, και ίσως τις αλλαγές στο δρομικό μας στυλ ώστε να αποφύγουμε προβλήματα όπως η υπερβολική οριζόντια επιβραδυντική δύναμη.”
“Για έναν υγιή αλλά άπειρο δρομέα, προτείνει να πάει σε ένα τοπικό ανεξάρτητο κατάστημα παπουτσιών με έμπειρο προσωπικό, και να δοκιμάσει διάφορα παπούτσια για να βρει με ποιο αισθάνεται καλύτερα.”
Στο ερώτημα “τι παραπάνω γνωρίζει κάποιος υπάλληλος σε ένα μαγαζί σε σχέση με τους επιστήμονες, όταν οι τελευταίοι λένε ότι δεν έχουν απαντήσεις”, η απάντηση είναι ότι το προσωπικό μπορεί να γνωρίζει από παπούτσια και να γνωρίζει και ό,τι έχει να κάνει με το fit. Έτσι μπορούν να προτείνουν παπούτσια που ταιριάζουν στο πόδι του καθενός με βάση το fit, ενώ μπορούν επίσης να προτείνουν παπούτσια αντίστοιχα με αυτά που ικανοποιούν ήδη έναν δρομέα, σε περίπτωση που θέλει ο τελευταίος να πάρει ένα εναλλακτικό ζευγάρι.
Nikos Pilikas
Thanks για την παραπομπή, Σωτήρη.
Για εμένα, όλη η ουσία βρίσκεται στην τελευταία παράγραφο. Αν δεχθούμε ότι η κατηγοριοποίηση δεν έχει νόημα στις περισσότερες περιπτώσεις (προσωπικά ασπάζομαι αυτή την άποψη εδώ και πολλά χρόνια), δεν απομένει κάτι άλλο από το να πας δοκιμάζοντας και βάσει του τι προτιμάει το πόδι σου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τον παράγοντα “άνεση”. Είναι αυτό που ο Benno Nigg ονομάζει “preferred movement path”. Προφανώς απαιτεί δοκιμές (και χρήματα) μέχρι να καταλήξεις, βέβαια.
Όπως πολύ σωστά σημειώνει και το άρθρο του link που έβαλε ο Σωτήρης, το εξειδικευμένο προσωπικό μπορεί να σε βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό. Εσύ θα πεις με τι μοντέλα έχεις ταιριάξει κι ο υπάλληλος οφείλει να γνωρίζει και να σου υποδείξει αντίστοιχα.
(Κάτι ανάλογο προσπαθώ να κάνω και στις αξιολογήσεις. Το να γράψω ότι το Χ παπούτσι είναι μαλακό π.χ., δεν λέει και πολλά πράγματα. Μαλακό για μένα, για τον Κώστα ή για την Ελένη; Γι’ αυτό προσπαθώ να αφήσω απ’ έξω όσο περισσότερο μπορώ το υποκειμενικό στοιχείο και να κάνω συσχετισμούς με παρεμφερή μοντέλα).