O κύριος Μάνθος κάμποσα χρόνια τώρα ζούσε σε εκείνο το δυάρι στους Αμπελόκηπους, δυο βήματα από τον εαυτό του που έμενε παραδίπλα. Πότε δεν είχε ενδιαφερθεί να μάθει πού ακριβώς μένει ο εαυτός του, αλλά που και που συναντιόντουσαν. Λέγαν ένα καλημέρα, καληνύχτα, αλλά πού χρόνος για κουβέντες και παρέες. Εδώ που τα λέμε, ο κύριος Μάνθος συνταξιούχος ήταν, απόστρατος του Πολεμικού Ναυτικού, δεν είχε και πολλές υποχρεώσεις. Η γυναίκα του τον είχε αφήσει εδώ και μια δεκαετία και η κόρη του σπούδαζε στο εξωτερικό.. Σίγουρος δεν ήταν, αν σπούδαζε Βέλγιο ή Γαλλία, αλλά μοιάζουν αυτά τα δύο, πώς να το κάνεις. Του έστελνε καμιά φωτογραφία πού και πού και τον έβλεπε το καλοκαίρι μια δυο φορές. Η γυναίκα του ούτε να τον βλέπει. Είχε αγαπήσει, λέει, τη φρεγάτα πιο πολύ και από την ίδια.
Να, με αυτά και με αυτά κάθε μερά που κλωθογυρνάγανε στο κεφάλι του, πήγαινε μεσημέρι. Παράγγελνε κάτι να φάει, ξάπλωνε το μεσημέρι, λίγο ειδήσεις το απόγευμα, λίγο ειδήσεις το βράδυ και καμιά ταινία για να τον πάρει ο ύπνος. Πού χρόνος για παρέες!
Όταν πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος, έφευγε για το χωριό. Όχι πως ήθελε να φύγει, αλλά αφού έτσι γίνεται συνήθως. Ρημάδι το σπίτι στο χωριό, δεν είχε κέφι να το συμμαζέψει. Για ποιον άλλωστε; Το δίπατο αρχονταρίκι ήταν του προπάππου. Στιγμές δόξας είχε γνωρίσει, όταν ήταν νεότευκτο, καθώς ο προπάππους είχε διατελέσει και δήμαρχος. Στριμωγμένο στην πλατεία του χωριού, από μπροστά βλέπει όλη την κίνηση της πλατείας και πίσω αγναντεύει όλη την ακινησία της φύσης, με τα ευθυτενή έλατα και τις γεροδεμένες βελανιδιές. Όμορφος τόπος, ευλογημένος, θα λέγανε κάποιοι. Κάποτε έτσι το ένοιωθε και ο ίδιος. Τώρα είπαμε, πάει, γιατί ήρθε ο Δεκαπενταύγουστος. Κατά διαβολική σύμπτωση εκεί κοντά έμενε και ο εαυτός του κάθε Δεκαπενταύγουστο, κάπου σε ένα στενό πίσω από την πλατεία, δύο βήματα. Και κει, στις διακοπές, δεν λέγανε πολλά, καλημέρα, καλησπέρα, πώς είστε. Πού και πού, σπάνια, συναντιόντουσαν στο μπαλκόνι του σπιτιού για να κουτσομπολέψουν την πλατεία.
Συμπαθητικός ο κύριος Μάνθος σε όλους και κύριος με τα όλα του, λέγανε όλοι στο χωριό. Μόλις ο αλέκτωρ λαλούσε, ο κύριος Μάνθος ήτανε στο μπαλκόνι. Είχε μόλις περάσει ο Δεκαπενταύγουστος και έβλεπε κίνηση στην πλατεία. Κάτι μαστορεύανε εκεί. Βάζανε κάτι σημαίες, στήνανε ηχεία και μηχανήματα. Φαίνεται, θα ακολουθούσε και άλλο γλεντι μετά το χθεσινό που τον ξενύχτησε στο μπαλκόνι. Πήγε να ψήσει καφεδάκι με απορία να δει τη συνέχεια. Στήνανε κάτι πλαστικές αψίδες, φέρνανε μπουκάλια νερά και σιγά σιγά ερχόντουσαν άνθρωποι ντυμένοι με πολύχρωμα αθλητικά ρούχα. Σαν να γινόταν κάποιος αγώνας τελικά, έμοιαζε. Ο ήλιος άρχιζε να χρωματίζει την πλατεία και έβλεπες ξεκάθαρα πια το πλήθος. Νέοι, άλλοι μεγαλύτεροι και άλλοι σχεδόν υπερήλικες, με σορτσάκια και αθλητικά παπούτσια, κάνανε πηγαδάκια μεταξύ τους, ενώ άλλοι τρέχανε χαλαρά πάνω κάτω. Ευσταλής νέος, θυμάται να τρέχει στο γήπεδο του χωριού, πέντε λεπτά από δω, μέσα στο δάσος. Δεν ξέρει καν αν υπάρχει πια. Τελοσπάντων, μουσικές άρχισαν να παίζουν, ο κόσμος ζωήρευε μαζί με το φως της μέρας. Όλοι πλέον ήταν εκεί, δρομείς, φίλοι, συγγενείς, περιέργοι και ο εαυτός του, κάπου κάτω τον είδε να παρατηρεί διακριτικά έναν εξηντάρη κύριο ντυμένο με τα αθλητικά του, χαμογελαστό και νευρικό, να ετοιμάζεται για τον αγώνα. Έπιασε τον εαυτό του να ζηλεύει αυτόν τον κύριο που είχε έναν στόχο, ένα χόμπυ, κάτι πέρα από αυτόν. Ο αγώνας ξεκίνησε και μαζί έφυγε το μπουλούκι, άλλοι γρήγορα, άλλοι αργά, άλλοι σχεδόν περπατώντας, μα όλοι ευχαριστημένοι από την ψυχοφελή τους δραστηριότητα. Ο τελευταίος πέρασε κάτω από το μπαλκόνι του και τον ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι τη στροφή του δρόμου, εκεί που χάθηκε από τον ορίζοντα του και τα μάτια του φτερούγισαν πέρα και πίσω από τη στροφή, ακολουθώντας το πολύχρωμο μπουλούκι. Ένοιωσε όμορφα και σχεδόν έκλεισε τα μάτια από γαλήνη και γλυκιά ζωοδότρα νηνεμία του νου. Έτρεχε και αυτός μαζί τους για τον τερματισμό, γέλαγε και αγκομαχούσε συνάμα. Στον τερματισμό θα τον περίμεναν οι φίλοι και η κόρη του. Ένας εφηβικός μανδύας είχε ντύσει το κορμί του και την ψυχή του, είχε γίνει ένα με τον εαυτό του και τρέχανε παρέα στον τερματισμό.
Ο αγώνας είχε σιγά σιγά τελειώσει, έπεσε η αψίδα και έκλεισε και η μουσική. Όλοι παίρνανε τον δρόμο του γυρισμού είτε με τα πόδια για τους κοντινούς είτε με το αυτοκίνητο για άλλους, ενώ το πούλμαν περίμενε τους τελευταίους να επιβιβαστούν για την επιστροφή.
Είχε μεσημεριάσει ο ήλιος και πυράκτωνε τον εφηβικό μανδύα του κυρ-Μάνθου που φώτιζε σαν έφηβος Απόλλωνας από ευχαρίστηση. Έμεινε εκεί μέχρι το δείλι και ενώ σιγά σιγά η πλατεία μάζευε τους συνηθισμένους θαμώνες της και όχι τους περίεργους πρωινούς επισκέπτες. Έπεσε και το μαύρο της νύχτας με την ησυχία που φέρνει, όμως ο κύριος Μάνθος έμεινε εκεί, πανευτυχής να τα κουτσολέει με τον εαυτό του. Τα ΄χανε βρει σαν δυο κολλητά φιλαράκια που ξανασμίξανε.
Στο αχνοφέγγισμα της μέρας, ο κύριος Μάνθος πήρε το πρώτο πρωινό λεωφορείο για τον ουρανό. Ο εαυτός του έμεινε δίπλα του να τον κοιτάει που είχε βασιλέψει γαλήνιος στο ξημέρωμα της μέρας. Πάντα δίπλα του ήτανε, μέχρι το τέλος.
Roberto4Carlos
Πριν είναι λοιπόν αργά, σηκωθείτε από κρεββάτια, καρέκλες, καναπέδες, πουφ, ντιβάνια, σκαμπό, ξαπλώστρες και τρέξτε! Γράψτε χιλιόμετρα με όποιο ρυθμό θέλει ο καθένας.