Η περίοδος 1896 – 1955
Η επιτυχία του πρώτου Ολυμπιακού Μαραθωνίου ξεπέρασε κάθε φαντασία. Ήταν τέτοια τα μηνύματα και τα συναισθήματα που μοιράστηκαν αθλητές και θεατές που δεν ήταν δυνατόν να μείνει κανένας αδιάφορος. Έτσι η κλασσική Μαραθώνια διαδρομή έδωσε την έμπνευση να διοργανωθούν κι άλλοι μαραθώνιοι. Ο πρώτος που το έκανε αυτό ήταν ο Μαραθώνιος της Βοστώνης.
Μετά την μεγαλοπρέπεια και την μοναδική πνευματική εμπειρία του Ολυμπιακού Μαραθωνίου, ο manager της Ολυμπιακής Ομάδας των ΗΠΑ, μέλος του Β.ΑΑ. (πού ήδη μετρούσαν 10 έτη ύπαρξης!) John Graham εμπνεύστηκε να οργανώσει και να διεξάγει μαραθώνιο στην περιοχή της Βοστώνης. Με τη βοήθεια του επιχειρηματία της Βοστώνης Herbert H. Holton, εξετάστηκαν διάφορες διαδρομές, προτού επιλεγεί τελικά μια μετρημένη απόσταση 24,5 μιλίων από το Metcalf’s Mill στην Ashland έως το Irvington Oval στη Βοστόνη. Στις 19 Απριλίου 1897, 15 αθλητές εκκίνησαν για να τερματίσουν οι 10 με νικητή τον John J. McDermott της Νέας Υόρκης, με χρόνο 2:55:10.
Η ημέρα που διαλέχτηκε και καθιερώθηκε παραπέμπει σε προφανή νοήματα εμπνευσμένα από τον Μαραθώνιο της Αθήνας! Είναι η τρίτη Δευτέρα του Απριλίου στη Βοστώνη και είναι η Ημέρα των Πατριωτών, που γιορτάζεται στην πολιτεία της Μασαχουσέτης, σε ανάμνηση των δύο πρώτων μαχών του πολέμου της αμερικανικής ανεξαρτησίας. Ο αγώνας είχε σκοπό να συνδέσει τον αγώνα των αρχαίων Αθηναίων και των Αμερικανών για την ελευθερία.
(Ο μαραθώνιος της Βοστώνης θεωρείται η πιο παλαιά διοργάνωση μαραθώνιου δρόμου με εξαίρεση τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Ο Yonkers Marathon, στη Νέα Υόρκη ξεκίνησε το 1907, ο Comrades Marathon, μεταξύ Durban και Pietermaritzburg, στη Νότιο Αφρική το 1921, ο Košice Peace Marathon στη Σλοβακία το 1924, Ο Μαραθώνιος της Σεούλ, στη Νότιο Κορέα το 1931, ο Lake Biwa Marathon στην Ιαπωνία το 1946, όπως και ο Chuncheon Marathon πάλι στη Νότιο Κορέα, ο Fukuoka International Marathon στην Ιαπωνία το 1947, ο Calgary Marathon στον Καναδά το 1963, πριν περάσουμε στην σύγχρονη εποχή όπου οι μεγαλύτερες πόλεις διοργάνωσαν και αυτές τους δικούς του μαραθωνίους.
Επίσης έγιναν ο Tour de Paris Marathon το 1902 με 191 συμμετοχές, (πρόγονος του Μαραθωνίου του Παρισιού που άρχισε το 1976) και ο London Polytechnic Marathon το 1909. (πρόδρομος του μαραθωνίου του Λονδίνου, που γινόταν για πολλά χρόνια σε διάφορες διαδρομές)
http://www.ianridpath.com/polymarathon/history.htm
Κι αν αναρωτηθούμε, αν είναι αυτοί οι παλαιότεροι αγώνες δρόμου, η απάντηση είναι αρνητική καθώς υπάρχει αγώνας που τώρα θα γίνει η 603η έκδοση του (!) , άρχισε στη Βερόνα, Ιταλία το 1208(!) http://www.veronaconlacorsa.it/calendario-gare-2019/palio-del-drappo-verde-2019/
και ο Carnwath Red Hose race, στη Σκωτία που ξεκίνησε το 1508 ( αυτόν τον αγώνα θεωρεί σαν παλαιότερο και το Guinness Book of World Records!) )
Το 1908, ο Μαραθώνιος της Βοστώνης, άλλαξε (και αυτός, όπως και αρκετοί άλλοι) την απόσταση της διαδρομής και από 24,5 μίλια μετατράπηκε σε 26,2, που ισχύει μέχρι σήμερα. Οι αθλητές συμμετείχαν στη διοργάνωση ελεύθερα χωρίς να πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια έως το 1970, όταν για πρώτη φορά εφαρμόστηκαν χρόνοι συμμετοχής. Στη διοργάνωση της Βοστώνης σημειώθηκε μια σπουδαία καινοτομία. Το 1975 οι διοργανωτές αποφάσισαν να εντάξουν κατηγορία με αναπηρικά καρότσια, καθιστώντας τη Βοστώνη την πρώτη πόλη που δεχόταν ανθρώπους με κινητικά προβλήματα να συμμετάσχουν στη γιορτή της….
Ο Μαραθώνιος της Βοστώνης δεν υποχρέωνε κανέναν να πληρώσει συνδρομή για να συμμετάσχει. Ήταν μια ελεύθερη εκδήλωση που επιβράβευε τον πρώτο με ένα δάφνινο στεφάνι και μια κατσαρόλα με βοδινό κρέας, το οποίο το σέρβιραν στα αποδυτήρια του Αθλητικού Σωματείου της Βοστώνης. Οι δρομείς πάλευαν για την τιμή και δοξάζονταν μόνο με τους επαίνους. Χρήματα δεν μεσολαβούσαν στην προσπάθεια και στη νίκη έως το 1986, όταν και εντάχθηκε χρηματικό έπαθλο. Σήμερα το ποσό που λαμβάνουν οι πρωταθλητές του Μαραθωνίου αγγίζει τα 150.000 δολάρια και παράλληλα, αυξάνουν τα κέρδη τους με 50.000 δολάρια αν σπάσουν το ρεκόρ του αγώνα. Με την πάροδο του χρόνου η διοργάνωση γιγαντώθηκε και διεθνοποιήθηκε. Πλέον οι συμμετέχοντες ξεπερνούν τους 30.000 και οι θεατές τους 500.000 χιλιάδες….
(Αυτή η παρέκβαση ας μας επιτραπεί, γιατί καθ όλη την περιήγηση μας στην ιστορία του Μαραθωνίου της Αθήνας, ο Μαραθώνιος αυτός της Βοστώνης, η καταγωγή του και η εξέλιξη του, ίσως θα πρέπει να είναι το μέτρο της σύγκρισης μας, για τη δική μας αποτίμηση.)
Οι αγώνες στον Ελλαδικό χώρο
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς ποιά ήταν άραγε η τύχη του Μαραθώνιου, στη χώρα και στη πόλη που γεννήθηκε. Πώς να μιλήσει όμως κανείς για αυτό , χωρίς να μιλήσει για την ιστορία του ελληνικού στίβου, την ιστορία του ελληνικού αθλητισμού, την ελληνική ιστορία που αναμφισβήτητα περνά ταραχώδεις εποχές;
Τόσο τα Τήνια οι αθλητικοί αγώνες που διοργάνωσε στην Τήνο το 1895 ο Εθνικός Γυμναστικός Σύλλογος, όσο και οι Δοκιμαστικοί Αγώνες του 1896 αποτελούν την προϊστορία των Πανελληνίων. Και οι δύο περιπτώσεις συγκεντρώνουν αρκετά από τα στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν τους μεταγενέστερους Πανελλήνιους: εναρμόνιση του προγράμματος των αγώνων με τα διεθνώς αναγνωρισμένα αγωνίσματα και τους ισχύοντες κανονισμούς, συμμετοχή συλλόγων από διαφορετικές περιοχές -ακόμη και εκτός των ελληνικών συνόρων- που ωστόσο θεωρούνταν ελληνικές.
Έτσι, το 1897 συγκροτήθηκε ο ΣΕΑΓΣ με πρώτο πρόεδρο το Σπυρίδωνα Λάμπρο και ιδρυτικά μέλη 28 συλλόγους, οι 3 από τους οποίους δραστηριοποιούνταν εκτός των ελληνικών συνόρων (Σμύρνη, Λεμεσός, Λευκωσία). Μία από τις πρώτες αποφάσεις του ΣΕΑΓΣ ήταν η διοργάνωση Πανελλήνιων Αγώνων. Η ονομασία τους ανταποκρινόταν στην ιδιαίτερη αθλητική γεωγραφία του ΣΕΑΓΣ και συνέδεε την ταυτότητα των αγώνων με τον ελληνικό αλυτρωτισμό και τις διεργασίες πολιτικής ενοποίησης και πολιτισμικής ομογενοποίησης των Ελλήνων.
Η αρχική απόφαση του ΣΕΑΓΣ ήταν να οργανωθούν οι Πανελλήνιοι Αγώνες το 1897 και να διεξάγονται σε ετήσια βάση. Ο πόλεμος όμως του 1897, στην κήρυξη του οποίου πρωτοστάτησε ο Σπυρίδων Λάμπρος ως ηγετικό μέλος της Εθνικής Εταιρείας, οδήγησαν στην αναβολή των αγώνων για το 1898. Ωστόσο, τα οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα δεν επέτρεψαν τη διοργάνωση των Πανελλήνιων Αγώνων παρά μόλις το 1901.
Οι πρώτοι (επίσημοι) Πανελλήνιοι Αγώνες έγιναν, λοιπόν, μεταξύ 5 και 8 Απριλίου 1901 στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Σε αυτούς συμμετείχαν περίπου 130 αθλητές που ανήκαν σε 12 συλλόγους, από τους οποίους 3 ήταν από την Κύπρο (Ολύμπια Λεμεσού, Ζήνων, Παγκύπρια). Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την έναρξη των αγώνων, την οποία παρακολούθησαν η βασιλική οικογένεια και οι ανώτατοι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες, οι θεατές υποδέχτηκαν τους Κύπριους αθλητές με συνθήματα υπέρ της Ένωσης. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι τις ημέρες των αγώνων διοργανώθηκε από το ΣΕΑΓΣ έκθεση κυπριακών προϊόντων στο Ζάππειο. Στο χώρο αυτό μάλιστα έγινε και η δεξίωση για τη λήξη των πρώτων Πανελλήνιων Αγώνων, στη διάρκεια της οποίας εκφωνήθηκαν από τους επισήμους λόγοι πατριωτικού περιεχομένου.
Στα χαρακτηριστικά των αγώνων αυτών ήταν η αύξηση των αγωνισμάτων στίβου σε σχέση με τα γυμναστικά αγωνίσματα (έγιναν ακόμη αγωνίσματα πάλης και άρσης βαρών), η καταγραφή των επιδόσεων και η θεσμοθέτηση του επάθλου της Νίκης για τον πλέον πολυνίκη σύλλογο. Πανελλήνιος και Εθνικός πέτυχαν τον ίδιο αριθμό πρώτων νικών. Έτσι, μετά την άρνηση των συλλόγων να γίνει κλήρωση, και παρά την αμοιβαία παραχώρηση του επάθλου, η Νίκη τελικά δεν απονεμήθηκε σε κανένα σύλλογο τη χρονιά εκείνη. Τα επόμενα χρόνια, και έως το 1920 που καταργήθηκε, η Νίκη αποτέλεσε το κατεξοχήν αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους δύο ισχυρούς αθλητικούς συλλόγους. Μάλιστα, λίγους μόνο μήνες μετά την τέλεση των Πανελληνίων, η αντιπαράθεση Εθνικού και Πανελληνίου οδήγησε στη διάσπαση του ΣΕΑΓΣ και στη ματαίωση των αγώνων του 1902 και του 1903. Έτσι, οι δεύτεροι Πανελλήνιοι Αγώνες έγιναν το 1904.
Σε αυτούς μετείχαν μόνο 8 σύλλογοι, 4 λιγότεροι σε σχέση με το 1901. Οι Πανελλήνιοι Αγώνες συνεχίστηκαν σε ετήσια βάση έως και το 1912. Ωστόσο, από την επόμενη χρονιά και έως το 1924 ματαιώθηκαν αρκετές φορές. Συγκεκριμένα, εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων δε διοργανώθηκαν το 1913, ενώ οι αγώνες του 1915-1916 και του 1918 ματαιώθηκαν λόγω της πολιτικής έντασης εξαιτίας του Εθνικού Διχασμού και του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου αντίστοιχα. Τέλος, ο πόλεμος και η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία οδήγησε στη ματαίωση των Πανελλήνιων Αγώνων του 1921-1923.
Σε αυτή τη γεμάτη ένταση περίοδο, στη διάρκεια της οποίας δοκιμάστηκαν τα όρια της αλυτρωτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους, και με μοναδική εξαίρεση τη διοργάνωση του 1906, σε όλες τις υπόλοιπες πανελλήνιες αθλητικές διοργανώσεις συμμετείχαν και σύλλογοι που δε δραστηριοποιούνταν εντός της ελληνικής επικράτειας. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των Πανελλήνιων Αγώνων του 1907, όπου μετείχαν 13 σύλλογοι, εκ των οποίων 2 ήταν από τη Σμύρνη και άλλοι 3 από την Κωνσταντινούπολη, τη Λεμεσό και το Κάιρο. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση των αγώνων του 1925, που διοργανώθηκαν στην Κύπρο από το Γ.Σ. Ολύμπια Λεμεσού, ένα ιδιαίτερα δραστήριο αθλητικό σωματείο και ιδρυτικό μέλος του ΣΕΑΓΣ. Στους αγώνες αυτούς, οι οποίοι ήταν οι πρώτοι και οι μοναδικοί που έγιναν εκτός της ελληνικής επικράτειας, έλαβαν μέρος 6 σύλλογοι από την Κύπρο, 1 από την Αλεξάνδρεια και 9 από την Ελλάδα, -μεταξύ των οποίων ο Πανιώνιος και ο Απόλλωνας που ιδρύθηκαν στη Σμύρνη και συνέχιζαν πλέον τη δράση τους στην Αθήνα.
Το 1926 οι Πανελλήνιοι Αγώνες διεξήχθησαν και πάλι στην Αθήνα, ενώ το 1927 έγιναν για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Η διοργάνωση ανατέθηκε στον Ηρακλή, ένα σύλλογο που ιδρύθηκε το 1908 και έλαβε μέρος για πρώτη φορά στους Πανελλήνιους Αγώνες το 1914, δηλαδή αμέσως μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος σύλλογος από τη Θεσσαλονίκη μετείχε σε Πανελλήνιους Αγώνες, αν και το 1906 αθλητές από τη Θεσσαλονίκη είχαν λάβει μέρος στη Μεσολυμπιάδα. Μάλιστα, οι στολές των αθλητών αυτών ήταν μαύρες, σε μια συμβολική πράξη που παρέπεμπε στο αίτημα της Ένωσης με την Ελλάδα.
Τομή στη διοργάνωση των αγώνων αποτέλεσε το 1929, καθώς ο ΣΕΓΑΣ, όπως μετονομάστηκε το 1928 ο ΣΕΑΓΣ, αποφάσισε τη διοργάνωση δύο παράλληλων “πρωταθλημάτων”, ένα για τη Βόρεια Ελλάδα και ένα για τη Νότια. Το πρώτο θα διοργανωνόταν στη Θεσσαλονίκη με ευθύνη του Ηρακλή και το δεύτερο στην Αθήνα από τον ίδιο το ΣΕΓΑΣ. Τα πρωταθλήματα αυτά θα αποτελούσαν κριτήριο για τη συμμετοχή των αθλητών στους Πανελλήνιους Αγώνες, στους οποίους θα λάμβαναν μέρος μόνο οι τρεις πρώτοι νικητές κάθε αγωνίσματος των δύο πρωταθλημάτων. Στο πρωτάθλημα του Βορρά συμμετείχαν 100 περίπου αθλητές από 11 συλλόγους της Μακεδονίας και της Θράκης και στο πρωτάθλημα του Νότου περίπου 160 αθλητές από ισάριθμους συλλόγους. Ωστόσο, τη χρονιά αυτή τελικά δεν προκηρύχθηκαν Πανελλήνιοι Αγώνες. Το ίδιο σύστημα ακολουθήθηκε και την επόμενη χρονιά. Ωστόσο, οι Πανελλήνιοι Αγώνες που διοργανώθηκαν στη Θεσσαλονίκη δε σημείωσαν επιτυχία. Έτσι, από το 1931 ο θεσμός των Πανελληνίων επανήλθε στην προγενέστερη μορφή του με την κατάργηση του “προκριματικού” χαρακτήρα των πρωταθλημάτων Βόρειας και Νότιας Ελλάδας.
Επίσης θα ήταν παράλειψη μας να μην αναφερθούμε στους Πανιώνιους Αγώνες, μια ετήσια αθλητική διοργάνωση αγωνισμάτων στίβου κυρίως, που διεξαγόταν στη Σμύρνη κι έπειτα στην Αθήνα από τα τέλη του 19ου αιώνα ως τα μέσα του 20ού αιώνα με διοργανωτή τον Πανιώνιο Γυμναστικό Σύλλογο Σμύρνης. Διεξήχθησαν 26 φορές και είχαν πανελλήνιο χαρακτήρα, ο οποίος περιελάμβανε τη συχνή εμφάνιση αθλητικών σωματείων της ελληνικής διασποράς. Η συμμετοχή κατ’ άτομα ή ομάδες αθλητών από ξένα κράτη, τέλος, απέδωσε διεθνή εμβέλεια στους Αγώνες.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι Πανιώνιοι οργανώθηκαν υπό την εποπτεία του ΣΕΑΓΣ και της ΕΟΑ. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά το 1906 και οι συγκεκριμένοι αγώνες αποτέλεσαν δοκιμή για το σχηματισμό της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας για τη Μεσολυμπιάδα.
Σημαντική καμπή στην ιστορία του θεσμού υπήρξε η διοργάνωση του 1899, καθώς και εκείνη του 1904. Το 1899 ο πρόσφατα συγκροτημένος Πανιώνιος Γυμναστικός Σύλλογος Σμύρνης (που προέκυψε μετά από επανένωση του Ορφέα με το Γυμνάσιο) ανέλαβε τη διοργάνωση των αγώνων και δημοσίευσε τον κανονισμό τους. Ο κανονισμός επιβεβαίωνε το αγγλικό μετρικό σύστημα (γιάρδα, μίλι) κάτι που ίσχυσε έως και τη διοργάνωση του 1903. Ωστόσο, το 1904 ο κανονισμός των Πανιώνιων Αγώνων εναρμονίσθηκε με το διεθνές αθλητικό σύστημα μέτρησης των αποστάσεων των αγωνισμάτων, το οποίο ακολουθούνταν και από την Ελλάδα. Στους αγώνες του 1904 για πρώτη φορά έλαβαν μέρος αθλητικοί σύλλογοι και από την Ελλάδα. Σημαντικοί σε συμμετοχές, αλλά και σε επιδόσεις, ήταν οι Πανιώνιοι που διεξήχθησαν το 1907, όταν σημειώθηκαν πολλά νέα πανελλήνια ρεκόρ, ενώ το 1909, στην καλύτερη ίσως διοργάνωση στην ιστορία του θεσμού, διαγωνίστηκαν 17 σύλλογοι από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Μυτιλήνη.
Στον αντίποδα, από το 1910 οι Πανιώνιοι Αγώνες αναβλήθηκαν αρκετές φορές, εξαιτίας των αλλεπάλληλων πολέμων και της έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, αναβλήθηκαν οι αγώνες από το 1910 έως το 1914. Το 1915 διοργανώθηκαν ανεπίσημα ως τοπικοί συλλογικοί αγώνες του Πανιωνίου Γ.Σ.Σ., ενώ ματαιώθηκαν και τα δύο επόμενα χρόνια (1916-1917). Τοπικής εμβέλειας ήταν και οι αγώνες που διεξήχθησαν το 1918. Το τέλος του πολέμου και η παρουσία του ελληνικού στρατού και της ελληνικής διοίκησης στην περιοχή της Σμύρνης οδήγησαν στην προκήρυξη των Πανιωνίων του 1919 με πανηγυρικό χαρακτήρα. Ωστόσο, οι αγώνες αυτοί δεν έγιναν ποτέ, όπως και εκείνοι του επόμενου έτους (1920) που πήραν την ονομασία Ελευθέρια, μετά από απόφαση του διοικητή Σμύρνης Αριστείδη Στεργιάδη. Αντίθετα, επιτράπηκε η διοργάνωση των Πανιωνίων για το έτος 1921, που ήταν και η τελευταία που διεξήχθη στη Σμύρνη. Ακολούθησαν η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η καταστροφή της Σμύρνης, η προσφυγιά και η ανασύσταση του Πανιωνίου στην Αθήνα πλέον το 1923. Στα επόμενα χρόνια οι Πανιώνιοι Αγώνες διοργανώθηκαν στην Αθήνα, δίχως ωστόσο να αποκτήσουν ξανά το κύρος, την εμβέλεια και τη σημασία που είχαν στο παρελθόν.
Από το 1898 ως το 1903 οι αγώνες διεξάγονταν στο στάδιο του Μπουρνόβα, ενός προαστίου της Σμύρνης, το οποίο είχε δημιουργήσει ο εκεί αγγλικός αθλητικός σύλλογος “Bournobat Juniors Athletic Association”.
Το 1904 μεταφέρθηκαν “εις το εν Παραδείσω Σταδίω του Ιπποδρομικού κύκλου”, στο οποίο διεξήχθησαν ως το 1909. Στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στο στάδιο του Πανιωνίου, το οποίο χτίστηκε το 1910-12 σε έκταση που παραχώρησε η ελληνική κοινότητα κοντά στο ορθόδοξο νεκροταφείο. Εκεί διεξάγονταν ως τη ΙΘ΄ διοργάνωση (1921), που ήταν η τελευταία που έγινε στη Σμύρνη.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση του Πανιωνίου στην Αθήνα, ο σύλλογος διοργάνωσε τους Αγώνες στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Όμως, στην Αθήνα οι αγώνες σιγά-σιγά έχασαν την παλιά τους αίγλη. Μεταπολεμικά έγιναν άλλες τρεις διοργανώσεις, με τελευταία την 25η το 1949.
Σε αυτούς τους αγώνες διεξάγονταν δρόμος επί δημοσίας οδού (Ιωνικός δρόμος, Πανιώνιος δρόμος), 10000μ, το 1906 διοργανώθηκε Μαραθώνιος με νικητή τον Νικόλαο Διαλέτη , της Λέσβου, με 3.20, δρόμος 15 χλμ , μετά το 1908 ανώμαλος 6χλμ, το 1923 και 1925 στην Ελλάδα πια Μαραθώνιος (42.106μ) στη διαδρομή Στάδιο-Πικέρμι-Στάδιο.
Η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας είχε προκαλέσει γενικότερα στους νέους το πάθος των αγώνων και των εκδρομών στην ύπαιθρο.
Έτσι , δύο νέοι πεζοπόροι, οι Βασίλης Βουδούρης και Αλ. Νικολαΐδης, κατευθύνθηκαν πεζή το 1897 από τη Σμύρνη στην Αιθιοπία! (Ό. π., Σμυρναίοι πεζοπόροι, 29 Ιανουαρίου 1897).
Κατά το 1906 το πεζοπορικό τμήμα του Πανιωνίου είχε πραγματοποιήσει μια σειρά από εξορμήσεις στα παρακάτω μέρη Κασαμπάς (60χλ,) , Νυμφαίο (56χλμ, παλαιά Φώκαια (60χλμ) κλπ.
Το ιστορικό πλαίσιο – η καθιέρωση της γυμναστικής
Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, η Ελλάδα αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα (1893: πτώχευση, 1898: επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου). Η κρίση εντάθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, η διεθνής οικονομική ύφεση έκανε δύσκολη τη διάθεση των ελληνικών αγροτικών προϊόντων στις ξένες αγορές και περιόρισε τα εμβάσματα των Ελλήνων μεταναστών από την Αμερική και την Αίγυπτο. Παράλληλα, έκδηλη ήταν η αδυναμία της πολιτικής ηγεσίας να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις εθνικές διεκδικήσεις, με αποτέλεσμα άλλοτε να οδηγεί τη χώρα σε ήττες (πόλεμος του 1897) και άλλοτε να κατηγορείται ότι παρέμενε αδρανής μπροστά στις εξελίξεις. Έτσι, επικρατούσε πολιτική αστάθεια, καθώς κυβερνήσεις σύντομης θητείας διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς καμία να φαίνεται ικανή να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα προβλήματα της χώρας.
Η δυσαρέσκεια ήταν διάχυτη στην ελληνική κοινωνία. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η κυβέρνηση Θεοτόκη του 1906 υπήρξε η μακροβιότερη ελληνική κυβέρνηση που σχηματίστηκε την περίοδο 1890- 1910. Στο ενεργητικό της κυβέρνησης αυτής μπορεί να προστεθεί και η διοργάνωση στην Αθήνα Μεσολυμπιάδος τον Απρίλιο του 1906.
Στη Βαλκανική Χερσόνησο την ίδια περίοδο υπάρχει μεγάλη κινητικότητα. Το εθνικό κίνημα των Ελλήνων υπήρξε πρότυπο για όλους τους λαούς της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι και τέλος οι Αλβανοί απέκτησαν την ελευθερία τους. Και βέβαια υπήρχε και ο αγώνας για τον έλεγχο της Μακεδονίας, που ονομάστηκε «μακεδονικό ζήτημα». Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) επρόκειτο να αλλάξουν δραστικά τα σύνορα στα κράτη της περιοχής. Ο πόλεμος όμως που ακολούθησε Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος εξασθένησε και υπονόμευσε θεσμούς και αξίες, όπως η κοινοβουλευτική δημοκρατία, τα φιλελεύθερα ιδεώδη και η ελεύθερη οικονομία, και εισήγαγε ή επέτεινε άλλους θεσμούς, όπως ο κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία και η παρέμβαση των στρατιωτικών στην πολιτική.
Σε κοινωνικό επίπεδο, ο πόλεμος προκάλεσε βαθιές μεταβολές. Ο μεγάλος χαμένος ήταν τα μεσαία στρώματα (μισθωτοί, μικρομεσαίοι επιχειρηματίες), τα οποία σε πολλές περιπτώσεις καταστράφηκαν οικονομικά. Ο Παγκόσμιος πόλεμος έθεσε την Ελλάδα εμπρός σε οξύτατο πρόβλημα.
Εκδηλώθηκαν τότε δύο τάσεις εξωτερικής πολιτικής: η πρώτη, για συμμετοχή στον πόλεμο εναντίων των Κεντρικών αυτοκρατοριών, υπαγορευμένη από τη συμμαχική υποχρέωση προς τη Σερβία, αλλά και από την πεποίθηση για νίκη της Αγγλίας και της Γαλλίας και τη θετική έτσι ελπίδα για εξασφάλιση των εθνικών δικαίων· η δεύτερη, για τήρηση ουδετερότητας, υπαγορευμένη από την πρόβλεψη για νίκη της Γερμανίας και από την επιθυμία για ειρηνική εργασία προς αξιοποίηση των κεκτημένων. Με βάση τις δύο αυτές αντίρροπες τάσεις της εξωτερικής πολιτικής αποκρυσταλλώθηκαν δύο πολιτικές παρατάξεις
Η χώρα έτσι οδηγήθηκε στο Διχασμό, που επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες ταλάνισε το Έθνος και που, εκτός από άλλα δεινά, προκάλεσε τη Μικρασιατική καταστροφή.
Η πορεία της γυμναστικής – σωματικής αγωγής – φυσικής αγωγής στην ελληνική εκπαίδευση κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τον 20ο αιώνα χαρακτηρίζεται από πλήθος ιδιαιτεροτήτων. Οι προσπάθειες στρατιωτικοποίησης της σχολικής γυμναστικής και οι προκαταλήψεις που, κατά καιρούς, επικρατούν σχετικά με τις αξίες και τους σκοπούς της – δύο μόνο ενδεικτικά στοιχεία – προσδίδουν το στίγμα της ιδιομορφίας σε μια μορφή αγωγής που από την ίδια της τη φύση είναι ιδιαίτερη. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι η γυμναστική – σωματική αγωγή – φυσική αγωγή, ως στοιχείο της εκπαίδευσης, ακολουθεί ως ένα βαθμό την πορεία των εκπαιδευτικών και πολιτικών πραγμάτων.
Κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η ανατροφή των παιδιών είναι μάλλον μονομερής και εντοπίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην πνευματική καλλιέργεια του νέου ανθρώπου, παραγνωρίζοντας όχι μόνο την άσκηση αλλά και την υγιεινή του σώματος. Κάθε πρώιμη κίνηση για ανάπτυξη της γυμναστικής, που εκδηλώθηκε στα χρόνια της Αντιβασιλείας, υπό την επίδραση της ζωηρής γυμναστικής κίνησης στη Γερμανία, καταδικάστηκε σε πλήρη αδράνεια εξαιτίας του «ακράτου της εποχής εκείνης Λογιοτατισμού και της μονομερούς καλλιέργειας των γραμμάτων». Πρέπει να τονιστεί ότι από το 1834, όταν ιδρύθηκε στο Ναύπλιο το πρώτο γυμναστήριο και έγινε λόγος για φυσική αγωγή, μέχρι το 1909 στην ελληνική φυσική αγωγή και τον αθλητισμό, εκτός από τη ντόπια αθλητική παράδοση, είχε μεταλαμπαδευτεί και είχε καθιερωθεί από τους Βαυαρούς συμβούλους του Όθωνα, τους 3.500 στρατιώτες που έφερε μαζί του, αλλά και από τους Έλληνες που σπούδασαν στο Μόναχο και γενικότερα στη Γερμανία, το γερμανικό γυμναστικό σύστημα. Το διάστημα 1862 ως το 1899 οριοθετείται από τη μια πλευρά από τη θέσπιση της εισαγωγής της γυμναστικής στα γυμνάσια του ελληνικού κράτους αμέσως μετά τη μεταπολίτευση του 1862 και από την άλλη από τη ψήφιση του σημαντικού για τη γυμναστική και τον αθλητισμό νόμου ΒΧΚΑ΄ του 1899. Στο διάστημα αυτό εκδηλώνονται τάσεις στρατιωτικοποίησης της σχολικής ζωής. Κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα το κλίμα αρχίζει να στρέφεται υπέρ της γυμναστικής. Στην εξάπλωση της γυμναστικής ιδέας συνέβαλε καθοριστικά το γεγονός της διεξαγωγής των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα το 1896.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κυρίαρχο γυμναστικό σύστημα στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα ήταν το γερμανικό, η κακή χρήση του οποίου, εξ’ αιτίας της έλλειψης γυμναστηρίων και ειδικών γυμναστών, οδήγησε σε ακροβασίες και μονομέρειες.
Κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, σημαντικό ρόλο στο πνεύμα της αναμόρφωσης της γυμναστικής και της προώθησης της ιδέας της καθιέρωσης του σουηδικού συστήματος στην Ελλάδα διαδραματίζουν οι Ι. Χρυσάφης (κατά κύριο λόγο) και Φ. Καρβελάς. Οι προαναφερόμενοι είναι οι πρώτοι Έλληνες γυμναστές που έφυγαν, με τη δυνατότητα που έδινε ο νόμος ΒΧΚΑ΄ ως υπότροφοι του κράτους στη Σουηδία για περαιτέρω σπουδές στη γυμναστική.
Η Μεσοολυμπιάδα του 1906 στην Αθήνα λειτούργησε, κατά κάποιο τρόπο, ως σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης αναφορικά με τις προτιμήσεις της στο γυμναστικό σύστημα. Στους αγώνες αυτούς οι γυμναστικές ομάδες των Σουηδών και των Δανών επευφημήθηκαν ζωηρά από το κοινό και για το παράστημα και για τις ασκήσεις που εκτέλεσαν, σε αντίθεση με τη γυμναστική ομάδα των Γερμανών η οποία, παρά τη δυσκολία των ασκήσεων που εκτέλεσε, άφησε το κοινό ασυγκίνητο.
Το 1908 ο Ι. Χρυσάφης εκδίδει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η Γυμναστική κατά το Σουηδικόν Σύστημα», το οποίο καθιερώθηκε ως ευαγγέλιο στην ελληνική εκπαίδευση και η βασική του φιλοσοφία κυριάρχησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘50. Η επίσημη καθιέρωση του σουηδικού γυμναστικού συστήματος στην ελληνική εκπαίδευση (1909) επισφραγίζει το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα.
Κατά την χρονική περίοδο 1909-1940 η κυριαρχία του ορθόδοξου σουηδικού συστήματος στην ελληνική εκπαίδευση παραμένει αρραγής. Επιπλέον, κατά το μεγαλύτερο μέρος της ίδιας περιόδου, η σωματική αγωγή και η στρατιωτική προπαίδευση των μαθητών της μέσης εκπαίδευσης αντιμετωπίζονται από κοινού.
Επιπλέον, η δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα ήταν δεκαετία πολέμων (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος), πράγμα που υπαγόρευε την ανάγκη μιας ριζικής αναδιοργάνωσης της στρατιωτικής εκπαίδευσης. Η τάση για αρτιότερη στρατιωτική εκπαίδευση των νέων που εκδηλώθηκε στην Ελλάδα κατά την περίοδο αυτή αποτελούσε έκφανση ενός γενικότερου φαινομένου που εκδηλώθηκε στην Ευρώπη κατά την ίδια εποχή. Είναι προφανές ότι η στρατιωτική προετοιμασία αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της σχολικής σωματικής αγωγής αλλά το περιεχόμενό της έχει αλλάξει από τον προηγούμενο αιώνα.
Το τέλος της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα συμπίπτει με την τρίτη φάση διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα των Φιλελευθέρων (1928-1932) που συνοδεύτηκε από τη θέσπιση μιας σειράς σημαντικών νομοθετημάτων για τη σωματική αγωγή και τον αθλητισμό, τα οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης των ετών αυτών. Συγκεκριμένα, με τα νομοθετικά διατάγματα της περιόδου αυτής εκτός των άλλων, προβλέπεται η κατασκευή, αποπεράτωση και διαρρύθμιση γυμναστηρίων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, θεσπίζεται εξατάξιο δημοτικό σχολείο με υποχρεωτική φοίτηση, γεγονός που, παράλληλα με την υποχρεωτική καθιέρωση της γυμναστικής στο δημοτικό σχολείο, προώθησε τη διδασκαλία της σωματικής αγωγής σε μεγάλα στρώματα παιδιών. Το 1932 με την ψήφιση ειδικού νόμου (ύστερα από την εισηγητική έκθεση του Ι. Χρυσάφη) ενισχύεται ακόμη περισσότερο ο θεσμός των γυμναστικών επιδείξεων και των σχολικών αγώνων, χαρακτηρίζοντας τα σχολεία μέσης εκπαίδευσης φίλαθλα γυμναστικά και αγωνιστικά σωματεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο παραπάνω νόμος απαγόρευε ρητά την εγγραφή των μαθητών σε γυμναστικά, αθλητικά σωματεία ή σε εξωσχολικές προσκοπικές ομάδες. Η συγκεκριμένη διάταξη θα αποτελέσει κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν σημείο αμφιλεγόμενο μεταξύ των ειδικών της φυσικής αγωγής και του αθλητισμού. Είναι προφανές ότι ο Ι. Χρυσάφης, προκειμένου να δημιουργήσει ένα αυτόνομο σχολικό αθλητισμό, εισηγήθηκε την παραπάνω διάταξη. Παράλληλα, φροντίζει να τονώσει τον σχολικό αθλητισμό. Το μέτρο αυτό – αντιφατικό στην ουσία – θα δημιουργήσει αξεπέραστα προβλήματα στον ελληνικό αθλητισμό. Ως συνέπεια, σταματά η εξειδίκευση των μαθητών σε κάποιο αγώνισμα και για τριάντα και περισσότερα χρόνια οι αθλητικοί σύλλογοι δεν μπορούν να συνεργάζονται με τα σχολεία.
Το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου του 1936 οπισθοδρόμησε τη σχολική φυσική αγωγή στην κατάσταση του 1914. Διαπιστώνεται ότι το προσωποπαγές και φασιστικό καθεστώς και ο ίδιος ο Ι. Μεταξάς έδειξαν υπερβολικό ενδιαφέρον, όχι για τη φυσική αγωγή και τον αθλητισμό, αλλά για τις οργανώσεις νεολαιών. Η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας (Ε.Ο.Ν.) ενσωμάτωσε το κίνημα του προσκοπισμού που μέχρι τότε καλλιεργούνταν στα σχολεία και με πομπώδεις εκφράσεις αναβίωσε το εθνικιστικό και φασιστικό πνεύμα που ήταν κυρίαρχο στοιχείο των γερμανικών προτύπων.
Σε ένα πρώτο επίπεδο η καθιέρωση της γυμναστικής τον 19ο αιώνα απαντάται, εν πολλοίς, σε δύο παράγοντες: αφενός τον επαναπροσδιορισμό των αξιών της ελληνικής αρχαιότητας· αφετέρου τη νέα σημασία την οποία λαμβάνει η κοινωνική λειτουργία του ανθρωπίνου σώματος
Το επιχείρημα της συγκρότησης της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας και της σχέσης των Ελλήνων με τους, κατά τους ίδιους, αρχαίους προγόνους τους, κατέστησε τους τελευταίους, από τα πρώτα κιόλας μετεπαναστατικά χρόνια, μια «μανιέρα», αν μας επιτρέπεται ο όρος, θεμελίωσης διακυβευμάτων του παρόντος, αναδρομικώ τω τρόπω· στην εν λόγω εξίσωση, πέραν όλων των υπολοίπων, σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσει και η γυμναστική.
Η τάση αυτή κάνει την εμφάνιση της στο συγκείμενο της ευρωπαϊκής και εγχώριας «αρχαιομανίας», ήδη από το λυκαυγές της μετεπαναστατικής περιόδου, όταν στα πλαίσια της βαυαρικής συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους επιχειρείται η οργάνωση και διεξαγωγή του σχολικού μαθήματος της γυμναστικής ως μια μεταφύτευση του συστήματος των Turnen. Η διαδικασία αυτή, αν και θα καταστεί ανεπιτυχής, βρίσκει, εξ’ αρχής, τα ιδεολογικά της στηρίγματα σε μια «…σαφή προσέγγιση της αρχαίας ελληνικής παράδοσης…» εργαλειοποιώντας όρους όπως «σωματικαί γυμνασίαι» «γυμναστική» και «γυμναστικαί ασκήσεις».
Το ιδεολογικό κλίμα της εποχής είναι σχεδόν αναπόφευκτο να μην επηρεάσει και προς την κατεύθυνση της διοργάνωσης αγώνων οι οποίοι να προσομοιάζουν σε εκείνους των αρχαίων Ελλήνων φέροντας, κατά αυτόν τον τρόπο, ένα ειδικό βάρος στο παρόν. Συγκεκριμένα η διαδικασία αυτή, η οποία κυοφορείται ήδη από το 1830, καλλιεργείται, εξίσου αποτυχημένα, στην ιδεολογική βάση μιας προσπάθειας θέσμισης αρχαιοπρεπών διοργανώσεων για τον εορτασμό της επετείου της απελευθέρωσης και αναγέννησης του ελληνικού έθνους χωρίς, ωστόσο, να αποκλείονται ανάλογα εγχειρήματα με περισσότερο αθλητικό χαρακτήρα και συμβολισμό.
Αν, παρά ταύτα, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της προσπάθειας ανασύστασης του αρχαίου ολυμπισμού στο συγκείμενο της ελληνικής αρχαιολατρείας του 19ου αιώνα, πέραν του προφανούς το 1896, τότε αυτό θα ήταν οι Ζάππειες Ολυμπιάδες ή «Ολύμπια» (1859, 1870, 1875, 1889) – διοργανώσεις οι οποίες έχουν περισσότερο χαρακτήρα πνευματικό και εκθεσιακό και, συχνά, η τέλεση τους οδηγούσε σε αρνητικά σχόλια.
Στα πλαίσια αυτά, ήδη από τις αρχές του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, ο «εθνικός ιστορικός» Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ενσωματώνει στο τριμερές σχήμα της ιστοριογραφίας του (αρχαιότητα – Βυζάντιο – νεότεροι χρόνοι) τον αθλητισμό ως εγγενές, αλλά όχι μείζον, συστατικό της εθνικής συνέχειας και ταυτότητας των Ελλήνων. Τον κανόνα του Παπαρρηγόπουλου θα ακολουθήσουν, σε ανάλογο ή μικρότερο βαθμό, και άλλοι ιστορικοί όπως ο Σπυρίδων Λάμπρος με αποτέλεσμα βαθμιαία, μέχρι και τον Μεσοπόλεμο, περίοδοι οι οποίες ουδεμία σχέση έχουν τόσο με την αρχαιοελληνική όσο και με τη νεωτερική αθλητική δραστηριότητα να θεωρούνται τμήματα ενός εθνικού παρελθόντος.
Εν τέλει, κορυφαία στιγμή της ταύτισης της διαχρονικότητας του έθνους με την αθλητική δραστηριότητα διαδραματίζει, αναμφίβολα, η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896.
Ο Μαραθώνιος της κλασσικής διαδρομής – ο Μαραθώνιος των Πανελληνίων
Μέσα σε όλα αυτά το αγώνισμα του Μαραθωνίου στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Όσο κι αν είχε εντυπωσιάσει και ενθουσιάσει αθλητές και φίλαθλο κοινό της εποχής , δεν είναι ένα άθλημα που έχει αναπτυχθεί και έχει παρελθόν στον ελληνικό αθλητισμό, και στα Πανελλήνια πρωταθλήματα δημοφιλέστερα αθλήματα είναι αυτά της γυμναστικής -για τους λόγους που αναφέρουμε παραπάνω και για την επίδραση που έχει αυτή στη νεοελληνική παιδεία- ( δίζυγο, μονόζυγο, κρίκοι, αναρρίχηση, ) η άρση βαρών, η πάλη, δισκοβολία , λιθοβολία, σφαιροβολία.
Ο Μαραθώνιος θα αρχίσει να συγκινεί και να προσελκύει όλο και περισσότερο κοινό και αθλητές μετά την δεκαετία του 20 , όταν πια έχουν συμβεί οι εντυπωσιακές και επεισοδιακές κούρσες των πρώτων Ολυμπιάδων.
Κύρια για τους λόγους που αναφέρουμε πιο πάνω, όπως και γιατί πολλές φορές δεν το επιθυμούν και τα σωματεία που έχουν μέλημα την μεγαλύτερη συγκομιδή βαθμών, ο Μαραθώνιος δεν περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα των Πανελληνίων, (καθώς ο μαραθώνιος συμπεριλαμβάνεται (όταν διεξάγεται ) στο πρόγραμμα των Πανελληνίων και όχι όπως γίνεται μεταγενέστερα (όπως και σήμερα ) όπου – το πανελλήνιο πρωτάθλημα Μαραθωνίου δρόμου είναι καθαρά ατομικό αγώνισμα , δεν ανακηρύσσει πρωταθλητή σύλλογο, αλλά οι αθλητές των συλλόγων βαθμολογούνται ατομικά και το άθροισμα της βαθμολογίας τους (με συντελεστή) προστίθεται στη βαθμολογία κάθε συλλόγου, στο ανοιχτό πρωτάθλημα στίβου το καλοκαίρι- διοργανώνεται ξεχωριστά). Και αναπόφευκτα, καθώς δεν έχει ωριμάσει ακόμη η ιδέα μιας ξεχωριστής διοργάνωσης, δεν διοργανώνεται καθόλου.
Από την άλλη, ακόμη και η διοργάνωση των Πανελληνίων , για τους λόγους που αναφέρουμε δεν είναι εφικτή. Πανελλήνια Πρωταθλήματα έχουμε το 1901, 1904-1912, για να διακοπούν πάλι το 1913, 1915, 1916, 1918 και τη τριετία 1921-1923 και 1941-1945.
Το 1901, το 1904, διεξάγονται 10χλμ. Διεξάγονται στη διαδρομή Σταυρός – Παναθηναϊκό Στάδιο.
Το 1905 και το 1908 διεξάγεται Ημιμαραθώνιος (20χλμ) στη διαδρομή Πικέρμι – Παναθηναϊκό Στάδιο.
(Το 1905, ενώ αναμενόταν η άφιξη των δρομέων του ημιμαραθωνίου, διεξήχθησαν οι σχολικοί αγώνες και στη συνέχεια έγιναν οι απονομές. Λόγω των σχολικών αγώνων το Στάδιο γέμισε από ένα τεράστιο πλήθος θεατών, 70.000 περίπου. Την ημέρα αυτή παρέστησαν ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ με την βασίλισσα Όλγα και η βασίλισσα της Αγγλίας Αλεξάνδρα με τις πριγκίπισσες κόρες της).
Το 1906, μια δεκαετία έπειτα τις παραμονές των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών και τους Α΄ Πανελλήνιους αγώνες (εξ ων και Δοκιμαστικοί), πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά μαραθώνιος δρόμος στα πλαίσια του ελληνικού πρωταθλήματος στίβου. Παράλληλα, έγινε η εισαγωγή της διαδρομής Μαραθώνας-Τύμβος-Παναθηναϊκό στάδιο και επομένως της ισχύουσας μέχρι σήμερα μεγαλύτερης απόστασης της αρχικής, επίδοση 3:04.29 του νικητή Α. Κουτουλάκη (Εθνικός ΓΣ),
Οι αγώνες έγιναν το 4ήμερο 16 έως 19 Μαρτίου 1906 και αποτέλεσαν κριτήριο για την επιλογή (πρόκριμα) των αθλητών που θα εκπροσωπούσαν την Ελλάδα κατά τους επερχόμενους Β΄ Διεθνείς Ολυμπιακούς αγώνες (στον ίδιο χώρο, 9-19 Απριλίου) ή Μεσοολυμπιακούς όπως έμειναν στην ιστορία (σήμερα θεωρούνται ανεπίσημοι από την ΔΟΕ) . Από του μαραθωνίου όπου προκρίθηκαν οι 10 πρώτοι.
Στη Μεσολυμπιάδα του 1906, ήταν μία διεθνής αθλητική διοργάνωση, η οποία διεξήχθη από τις 22 Απριλίου έως τις 2 Μαΐου του 1906 στην Αθήνα. Οι αγώνες αυτοί δεν έχουν το τίτλο της Ολυμπιάδας, αφού το 1906 δεν ήταν επίσημη Ολυμπιακή χρονιά, παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα έντυπα της εποχής αναφέρονταν ως Ολυμπιακοί Αγώνες. Στους νικητές δόθηκαν μετάλλια που όμως δεν καταμετρώνται επίσημα από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή.
Σε αντίθεση με τους αγώνες του 1900, 1904 και 1908, οι Μεσοολυμπιακοί αγώνες, στέφθηκαν με μεγάλη επιτυχία, γεγονός που αποδίδεται τόσο στη μικρή χρονική τους διάρκεια, όσο και στο ότι δεν οργανώθηκαν παράλληλα με κάποια από τις Παγκόσμιες Εκθέσεις. Και μάλιστα έγινε στην κλασσική διαδρομή ένας ακόμη συγκλονιστικός μαραθώνιος. Παρά την ελπίδα όλων των ελλήνων για μια επανάληψη του θριάμβου του 1896, οι έλληνες αθλητές αποτυγχάνουν παταγωδώς (20 εγκαταλείπουν και Κουντουμάδης 11ος , Δάβαρης 10ος, Καρβέλας 7ος , Αλεπούς 5ος).
https://www.sports-reference.com/olympics/summer/1906/ATH/mens-marathon.html
Το 1907 διεξάγονται 15 χλμ , στη διαδρομή: Χαρβάτι – Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκτός του μεταλλίου στο νικητή απονεμήθηκε το Έπαθλο του βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρος Εμμανουήλ, το οποίο ήταν “βαρύτιμον αργυρούν κύπελλον, χρυσούν εσωτερικώς, τέχνης δε θαυμασίας”.
Το 1909, όπως και το 1910 και 1911 διεξάγεται ξανά ο μαραθώνιος στην κλασική διαδρομή.
Το 1912 και το 1914 Ημιμαραθώνιος στη διαδρομή: «Πικέρμι – Στάδιο». Το 1914 οι αθλητές μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητα ως το Πικέρμι, όπου δόθηκε η εκκίνηση υπό την εποπτεία του ανθυπίλαρχου Γ. Γιαννακόπουλου, ο οποίος είχε οριστεί επόπτης του αγώνα καθώς και του αγώνα ανωμάλου δρόμου. Τους αθλητές ακολουθούσαν ιππείς ως τον τερματισμό.
Στα αξιοσημείωτα των αγώνων υπήρξε η επίδειξη σουηδικής γυμναστικής από αθλήτριες του Λυκείου Ελληνίδων κατά την τελευταία ημέρα των αγώνων, μια πρωτοποριακή γυναικεία αθλητική παρουσία.
Πανελλήνιο Πρωτάθλημα ξαναγίνεται τελικά το 1917, σε βαρύ κλίμα λόγω των πολιτικών εξελίξεων , χωρίς ημι ή 10000, και μετά λόγω της εμπλοκής της χώρας μας στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, πάλι το 1919, με το μεγαλύτερο δρομικό αγώνισμα του προγράμματος τα 5 μίλια. Οι νικητές των αγώνων συνέχισαν να προπονούνται τον επόμενο μήνα, ώστε να πιάσουν καλύτερες επιδόσεις και να γίνουν δεκτοί στους Διασυμμαχικούς Αγώνες που έγιναν στο Παρίσι, με τη συμμετοχή των νικητριών χωρών του α΄ παγκοσμίου πολέμου:
Ομοίως το 1920 το μεγαλύτερο αγώνισμα είναι τα 10000μ.
Το 1924 Κυριακή 4 Μαΐου, την επόμενη φορά που ξαναέχουμε Πανελλήνιο, διεξήχθη και το πανελλήνιο πρωτάθλημα του μαραθωνίου δρόμου, που είχε να διεξαχθεί από το 1911. Διεξήχθη στην κλασική διαδρομή. Λόγω της προβλεπόμενης συγκέντρωσης κόσμου, από την έπαυλη του Θων (Κηφισίας & Λ. Αλεξάνδρας) ως το Στάδιο είχαν παραταχθεί στρατιώτες του Α΄ Σώματος Στρατού για την απρόσκοπτη διέλευση των δρομέων. Δηλώθηκαν 18 δρομείς, μεταξύ αυτών δέκα από το Μαρούσι, τους οποίους συνόδευσε τιμητικά ως τον Μαραθώνα ο Σπύρος Λούης. Ξεκίνησαν 15 δρομείς και τερμάτισαν μόνο πέντε.
Το 1925 η πολιτική απόφαση είναι να γίνουν στη Λεμεσό. Εκεί γίνεται αγώνας 20000μ.
Το 1926, γίνεται μαραθώνιος στη κλασσική διαδρομή ενώ το 1927, για πρώτη φορά το πανελλήνιο πρωτάθλημα διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη και εκεί διοργανώνεται μαραθώνιος στη διαδρομή Γαλάτιστα-Στάδιο Ηρακλή μήκους 42.200μ, με τη συμμετοχή 15 αθλητών.
Tο πανελλήνιο πρωτάθλημα αυτό, του 1927, ήταν το πρώτο στο οποίο συμπεριλήφθηκαν καθαρά στιβικά αγωνίσματα, αφού δεν περιλάμβανε αγώνες πάλης και άρσης βαρών.
Οι αγώνες έτυχαν ευρείας δημοσιότητας από τον τοπικό τύπο, ο οποίος υποδέχτηκε με εγκωμιαστικά σχόλια την παρουσία των πανελλήνων αθλητών και χαρακτήριζε τη διοργάνωση ως το “μεγαλύτερον αθλητικόν γεγονός δια την Μακεδονίαν άπασαν”. Μάλιστα, διάφοροι τοπικοί φορείς είχαν αθλοθετήσει ειδικά έπαθλα για τους νικητές, π.χ. η εφ. “Μακεδονία” επάργυρο κύπελλο δια τον νικητή των 5.000μ. Έπαθλα για τα διάφορα αγωνίσματα είχαν επίσης αθλοθετήσει: το Εμπορικό Επιμελητήριο (100μ), το Γ΄ Σώμα Στρατού (ακοντισμός και 10.000μ), η εφ. “Ταχυδρόμος” (πένταθλο), εφ. “Προγκρέ” (δισκοβολια), ο ΣΕΓΑΣ (επί κοντώ), η Εταιρία Ζάχου (εμπόδια), ο σύλλογος “Αχιλλεύς” Λονδίνου και η ΧΑΝΘ (4Χ400), το περιοδικό “Αθλητισμός” (μαραθώνιος), το Σώμα Προσκόπων Θεσσαλονίκης (400μ) κ.ά.
Προ της ενάρξεως των αγώνων, με πρωτοβουλία του Γ.Σ. Ηρακλή, τελέστηκε πάνδημο μνημόσυνο στο ναό της Αγ. Σοφίας στη μνήμη των πεσόντων αθλητών στους πολέμους 1912-1922 και κατατέθηκαν στέφανοι στο ειδικά κατασκευασμένο κενοτάφιο.
Το 1928, ξαναγίνεται μαραθώνιος στη κλασσική διαδρομή.
Στο Πανελλήνιο πρωτάθλημα στίβου ανδρών 1929 , έχουμε μια νέα καινοτομία: δεν διεξήχθη λόγω της προετοιμασίας για τη διεξαγωγή των Προβαλκανικών Αγώνων που διεξήχθησαν στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στα τέλη Σεπτεμβρίου. Αντί του πανελληνίου πρωταθλήματος ο ΣΕΓΑΣ διοργάνωσε δύο τοπικά πρωταθλήματα Νοτίου και Βορείου Ελλάδος, στο Παναθηναϊκό Στάδιο και στο Στάδιο του Γ.Σ. Ηρακλής αντίστοιχα, από τις 31 Αυγούστου ως τις 2 Σεπτεμβρίου, που αποτέλεσαν και προκριματικούς αγώνες για την επιλογή των αθλητών της εθνικής ομάδας στίβου που θα μετείχε στους δοκιμαστικούς βαλκανικούς αγώνες, τους αποκληθέντες και προβαλκανικούς.
Ως πρωτάθλημα Ελλάδος για τον μαραθώνιο θεωρήθηκε ο αγώνας του μαραθωνίου που διεξήχθη στους προβαλκανικούς αγώνες (Παναθηναικό Στάδιο στις 29 Σεπτεμβρίου 1929. Συμμετείχαν τέσσερις Έλληνες αθλητές αλλά τερμάτισαν μόνο δύο. Το χρυσό και το αργυρό μετάλλιο : 1 . Χρήστος Σάρρας, Παναθηναϊκός Α.Ο. 3:12.31.2, 2. Γεώργιος Ανδρέου, Γ.Σ. Δεσφίνης 3:14.25.8.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από την εφημερίδα της εποχής , που δείχνει πόσο αναλλοίωτα μένουν ως σήμερα κάποια πράγματα, αλλά και πόσο απείχαν εκείνες τις εποχές οι εξάρσεις της «αρχαιολατρίας» που κορυφώθησαν σχετικά με τον Μαραθώνιο μετά το 2004:
«Ὅ ἄλκιμος αὐτός νέος ἀντιπροσωπεύει τόν λαόν τῆς Ἑλλάδος τόν μή ἐπηρεασθέντα ἀκόμη ὑπό τό πνεῦμα τοῦ μοντερνισμοῦ, τοῦ νεωτερισμοῦ, ὑπό τό πνεῦμα τό μεταρρυθμιστικόν. Καί ἀφηγεῖται τήν ὡραίαν καί ἔνδοξον περιπέτειαν μέ ἁπλότηταν Ἀθηναϊκήν, μέ ἀφέλειαν, ἀλλά καί μέ ἐνθουσιασμόν πατριωτικόν. Τήν νίκην τοῦ Μαραθωνείου τήν ἐθεώρησε ζήτημα ἐθνικόν. Καί μέ τήν σκέψιν αὐτήν ἔτρεχε καί μέ τήν σκέψιν αὐτήν ἐνίκησε. Ὅταν ἔφθασε πρό τῆς Ἀγίας Παρασκευῆς τοῦ Χαλανδρίου ἔκαμε τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ. Ὅλοι οἵ ἄλλοι ἐστήριζον τήν νίκην εἰς τήν τέχνη των, εἰς τόν ὑπολογισμόν καί μέ τέχνην καί μέ ὑπολογισμόν ἔτρεχον. Ὁ Σάρας, ὁ ταπεινός αὐτός ἐφημερηδοπώλης, ἔτρεχε καί νἰκησε ἐμπνεόμενος ὑπό τοῦ πατριωτικοῦ αἰσθήματος. Τρέχων καί ἀγωνιζώμενος δέν ἔβλεπε πρό αὐτοῦ τούς ἀντιπάλους. Ἔβλεπεν τήν Ἑλλάδα, τήν Σημαίαν τῆς Ἑλλάδος καί ἠγωνίσθη διά τήν δόξαν της. Καί τήν ἐδόξασε καί τήν ἐτίμησεν. Ἐδόξασε καί ἐτίμησε καί τό κράτος. Ἴδωμεν τώρα ἐάν καί τό κράτος θά ἀναγνωρίση τήν πρός τόν νικητήν ὀφειλήν της.»
http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin.asp?c=123&dc=2&db=10&da=1929
Οι Βαλκανικοί Αγώνες Στίβου
Από την επόμενη χρονιά θα έχουμε την έναρξη του σημαντικού θεσμού των Βαλκανικών αγώνων.
Για αρκετές δεκαετίες οι σχέσεις μεταξύ των βαλκανικών κρατών χαρακτηρίζονταν από ένταση. Σημείο της αντιπαράθεσης ήταν τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι του 1912-13, ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Εκστρατεία οδήγησαν σε ριζικές αλλαγές των συνόρων, σε δημιουργία νέων κρατών (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Τουρκία) και σε μια ευρείας έκτασης ανταλλαγή πληθυσμών από τη μια χώρα στη άλλη.
Στις συνθήκες αυτές η πρόταση του ΣΕΑΓΣ το 1924, στο διεθνές αθλητικό συνέδριο που έγινε στο Παρίσι με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων, για τη διοργάνωση αθλητικών αγώνων μεταξύ των βαλκανικών κρατών δεν βρήκε θετική ανταπόκριση. Την εποχή εκείνη η ανάπτυξη των αθλητικών θεσμών στα άλλα βαλκανικά κράτη βρισκόταν μόλις στα πρώτα της βήματα. Επιπρόσθετα, εκτός των Ολυμπιακών Αγώνων δεν υπήρχε άλλος διεθνής αθλητικός θεσμός. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρώτοι αγώνες Κεντρικής Αμερικής και Καραϊβικής διοργανώθηκαν δύο χρόνια αργότερα, το 1926, της Κοινοπολιτείας διοργανώθηκαν το 1930, οι Πανευρωπαϊκοί το 1934, οι Μεσογειακοί το 1949 και οι Παναμερικανικοί το 1951… Έτσι, η πρόταση της Ελλάδας δε βρήκε ανταπόκριση.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στο ΄Aμστερνταμ, η πρόταση επανήλθε και τη φορά αυτή η Ελλάδα ανέλαβε τα έξοδα μιας “δοκιμαστικής” διοργάνωσης. Πραγματικά, οι αγώνες αυτοί διεξήχθησαν το Σεπτέμβριο του 1929 στην Αθήνα, ονομάστηκαν Α’ Παμβαλκανικοί και σε αυτούς έλαβαν μέρος αθλητές από την Ελλάδα, τη Γιουγκοσλαβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Οι αγώνες αυτοί αποτέλεσαν το προοίμιο των Α’ Βαλκανικών Αγώνων που διοργανώθηκαν την επόμενη χρονιά (1930) και πάλι στην Αθήνα, με τη συμμετοχή αυτή τη φορά και της Τουρκίας. Aυτή η εξέλιξη ευνοήθηκε από την πολιτική εξομάλυνσης των σχέσεων των δύο χωρών που ακολούθησαν ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ από το 1929-30. Η ελληνική πρωτεύουσα φιλοξένησε τους Βαλκανικούς Αγώνες και τα επόμενα έτη, έως το 1934, οπότε έγιναν στο Ζάγκρεμπ της Γιουγκοσλαβίας. Tα επόμενα χρόνια οι αγώνες διοργανώθηκαν και σε άλλες βαλκανικές πρωτεύουσες, μεταξύ αυτών και στην Κωνσταντινούπολη το 1935 αλλά και το 1940, στους τελευταίους αγώνες που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έκρηξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος διακοπής των αγώνων που οφείλεται στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στις ριζικές πολιτικές αλλαγές που συνέβησαν σε όλες σχεδόν τις βαλκανικές χώρες μετά τη λήξη του. Έτσι, οι Βαλκανικοί Αγώνες διοργανώθηκαν ξανά το 1953 στην Αθήνα και συνεχίστηκαν σε ετήσια βάση και δίχως διακοπή έως τη δεκαετία του 1980, σε διαφορετική πόλη κάθε φορά. Tα χρόνια αυτά, που αποτέλεσαν και την περίοδο ακμής των αγώνων, η Αθήνα τους φιλοξένησε πέντε φορές, ενώ μια φορά πραγματοποιήθηκαν και στη Θεσσαλονίκη (1978). Τις ίδιες δεκαετίες Bαλκανικοί Aγώνες διοργανώθηκαν σταδιακά για τα περισσότερα αθλήματα.
Ο θεσμός των Βαλκανικών Αγώνων παρήκμασε από τη δεκαετία του 1980. Μάλιστα οι αγώνες δε διοργανώθηκαν το 1987, το 1991, το 1993 και το 1995. Η Ελλάδα, αποβλέποντας στη διατήρηση του θεσμού, διοργάνωσε τους αγώνες τέσσερις φορές την πενταετία 1997-2001. Οι συνθήκες που ευνόησαν την παρακμή θα πρέπει να αναζητηθούν τόσο στις πολιτικές ανακατατάξεις και τους πολέμους της δεκαετίας του 1990, όσο και στην πληθώρα διεθνών αγώνων και συναντήσεων με υψηλότερο επίπεδο ανταγωνισμού, που προτιμούνται από τους καλύτερους αθλητές κάθε χώρας.
Το 1930 λοιπόν την πρώτη χρονιά των επίσημων Βαλκανικών αγώνων δεν έγινε καθόλου πρωτάθλημα μαραθωνίου δρόμου, -όπως και την προηγούμενη χρονιά, το πανελλήνιο αποτέλεσε το κριτήριο συγκρότησης της εθνικής ομάδας στίβου- διότι υπήρξε έντονος προβληματισμός αν άξιζε ο κόπος να διεξάγεται, δεδομένου πως δεν υπήρχαν αξιόλογοι Έλληνες μαραθωνοδρόμοι, ικανοί να τρέξουν την κλασική διαδρομή σε χρόνο κάτω από τρεις ώρες. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη διεξαγωγή του μαραθωνίου στη διεθνή αθλητική συνάντηση “Παναθήναια” τον Ιούνιο, που έγινε εν μέσω καύσωνα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν οι 13 από τους 16 δρομείς και να υπάρξουν εισηγήσεις ακόμα και για την κατάργηση του “εγκληματικού τούτου αγωνίσματος”. Ο νικητής των Παναθηναίων Χρήστος Σάρρας και οι Ιωάννης Κράνης και Γεώργιος Τρικάλης δηλώθηκαν για τους βαλκανικούς, χωρίς να γίνει ο αγώνας στο πανελλήνιο πρωτάθλημα.
Με την λήξη του Α΄παγκοσμίου Πολέμου, η συνεργασία των δύο κορυφαίων συλλόγων Εθνικού Γ.Σ και Πανελληνίου Γ.Σ. καθιέρωσε τον αξιόλογο θεσμό των Παναθήναιων. Σκοπός , η προσέλκυση και η ηθική αγωνιστική ικανοποίηση νέων καθώς και δευτεροκλασσάτων αθλητών που ζούσαν στην σκιά των μεγάλων ονομάτων της εποχής. (Έτσι δεν έλαβαν μέρος στα Α΄ Παναθήναια , οι πρωταθλητές. Αγωνίσθηκαν αθλητές του ΠΓΣ, του ΕΓΣ , του Πειραικού, των στρατιωτικών σχολών και γυμνασιόπαιδες . Είναι ευνόητη η κοινωνική υφή των Παναθήναιων. Υπήρχαν στο πρόγραμμα και «χιουμοριστικά αγωνίσματα». Τα Α΄ Παναθήναια διοργανώθηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο την 19η και 20η Απριλίου 1921.
Το 1931 Για άλλη μια χρονιά δεν διεξήχθη ο μαραθώνιος, που δεχόταν έντονη κριτική ως αγώνισμα από επίσημα χείλη, όπως ο πρόεδρος της Τεχνικής επιτροπής Ι. Χρυσάφης. Ως πανελληνιονίκης στο μαραθώνιο, θεωρήθηκε ο καλύτερος Έλληνας στο μαραθώνιο των Β΄ Βαλκανικών Αγώνων που έγιναν μερικές εβδομάδες αργότερα. Για την επιλογή των δρομέων που θα μετείχαν στο μαραθώνιο των βαλκανικών αγώνων διοργανώθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου, στην Αθήνα, δοκιμαστικός “μαραθώνιος” δρόμος 30 χλμ, στον οποίο νίκησε ο Αν. Ανεστίδης του Άρη Θεσσαλονίκης.
(Ο ενθουσιασμός για τον Μαραθώνιο δρόμο δεν είχε καμία σχέση με το συναρπαστικό του θεάματος. Υπήρχαν σίγουρα αθλήματα πολύ πιο συναρπαστικά που θα μπορούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Από τις σύγχρονες περιγραφές προκύπτει ότι το κίνητρο του «θεάσθαι» δεν συνδεόταν με τον αθλητισμό κάθε αυτόν αλλά με το εθνικό συναίσθημα. Όταν αγωνιζόταν έλληνας αθλητής, η παρουσία του κοινού ήταν πυκνότερη και η συμμετοχή του ζωηρότερη.
Όταν, στην πάλη, χρειάστηκε να αγωνιστεί Έλληνας εναντίον Έλληνα ακούστηκαν «φωναί αποδοκιμασίας». «Κατήφεια και απογοήτευσις» εκδηλώθηκε όταν ο Αμερικανός Γκάρετ νίκησε στη δισκοβολία τον Παρασκευόπουλο. (Ολυμπιακοί 1896). Αντίθετα, δάκρυα, χειροκροτήματα, μαντήλια και καπέλα στον αέρα συνοδεύουν τις ελληνικές νίκες. Ο Μαραθώνιος λοιπόν, πολύ πριν από την έναρξη των αγώνων , πολύ πριν την διεξαγωγή του, απέκτησε χαρακτήρα εθνικό.)
Το 1932, αρχικά είχε οριστεί το πανελλήνιο πρωτάθλημα να διεξαχθεί στον βαλκανικό μαραθώνιο. Τελικά η απόφαση αυτή ακυρώθηκε και το αγώνισμα διεξήχθη αργότερα, στις 20 Νοεμβρίου, σε μια καινούργια διαδρομή παραθαλάσσια: Παναθηναϊκό Στάδιο-λεωφόρος Β. Όλγας-λεωφόρος Συγγρού-Παλαιό Φάληρο-λεωφ. Ποσειδώνος-Γλυφάδα-Βούλα, αναστροφή και επιστροφή στο Στάδιο. Μετείχαν 23 αθλητές.
Το 1933 για άλλη μια φορά ως πανελλήνιο πρωτάθλημα μαραθωνίου μέτρησε η κατάταξη στον μαραθώνιο των Δ΄ Βαλκανικών Αγώνων. Ο αγώνας διεξήχθη στις 8 Οκτωβρίου στην κλασική διαδρομή: Μαραθώνας-Παναθηναϊκό Στάδιο.
Το 1935, γίνεται ο Βαλκανικός μαραθώνιος στην κλασική διαδρομή με τη συμμετοχή ων καλυτέρων Ελλήνων δρομέων. Σε αυτόν ο Στέλιος Κυριακίδης τερμάτισε 2ος πίσω από τον Ρουμάνο Γκαλ με 3ώρ. 08΄. Δεύτερος Έλληνας και 5ος στη γενική κατάταξη ήταν ο Σάρρας και τρίτος Έλληνας ο Χρήστος Βαρτζάκης που τερμάτισε μετά την εξάδα.
Το 1936, διεξήχθη στις 7 Ιουνίου, στη διαδρομή: Στάδιο-Συγγρού-Παραλιακή-Γλυφάδα-Βούλα-Γλυφάδα
Το πρωτάθλημα μαραθωνίου διεξήχθη χωριστά, στις 27 Ιουνίου 1937, στην διαδρομή Στάδιο-Πικέρμι-Στάδιο, ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή του πανελληνίου πρωταθλήματος εφήβων.[16 αθλητές] Δεν μέτρησε στη γενική βαθμολογία.
Το 1938, στη διαδρομή Στάδιο-Πικέρμι-Στάδιο, κάτω από πολλή ζέστη. Ξεκίνησαν 12 δρομείς και τερμάτισαν μόνο τέσσερις.
https://srv-web1.parliament.gr/display_doc.asp?item=44008&seg=11108
Το 1939 πρωτάθλημα μαραθωνίου διεξήχθη στα πλαίσια των βαλκανικών αγώνων στίβου, στις 8 Οκτωβρίου, στην κλασική διαδρομή με διπλό ελληνικό θρίαμβο των Κυριακίδη, Ραγάζου. Επίσης, διεξήχθη ένας εαρινός μαραθώνιος δρόμος κυπέλλου στη διαδρομή Στάδιο-Πικέρμι-Στάδιο. Τερμάτισαν 4 δρομείς.
Το έτος αυτό διεξήχθησαν για πρώτη φορά οι “Πανσυλλογικοί αγώνες”, μια πρώτη μορφή των διασυλλογικών αγώνων που διεξάγονταν μεταπολεμικά. Οι Πανσυλλογικοί αγώνες αντικατέστησαν το διασυλλογικό “Κύπελλο Αβέρωφ” που διεξαγόταν τα προηγούμενα χρόνια.
Το 1940, το Πανελλήνιο πρωτάθλημα στίβου ανδρών διεξήχθη στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το Σαββατοκύριακο 13 και 14 Ιουλίου. Τη δεύτερη μέρα των αγώνων προσήλθε στο Στάδιο και ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος μάλιστα έκανε αυστηρή επίπληξη στον αθλητή Σ. Καλοδούκα, επειδή εγκατέλειψε την προσπάθεια στα ημιτελικά των 200μ, όταν αντιλήφθηκε ότι δεν είχε ελπίδα πρόκρισης. Με αφορμή το γεγονός αυτό εξέδωσε διαταγή, στην οποία τόνιζε ότι στο εξής θα θεωρείται ατιμωτική ενέργεια για κάθε Έλληνα αθλητή η εγκατάλειψη ενός αγώνα προ του τέλους του, ακόμα και όταν δεν υπάρχει ελπίδα.
Μαραθώνιος δεν διεξήχθη. Είχε προγραμματιστεί για τις 3/11/1940 αλλά ξέσπασε ο πόλεμος.
Το 1946, 8 ως τις 10 Ιουνίου 1946 στο Παναθηναϊκό Στάδιο, ξαναδιεξάγεται Πανελλήνιο πρωτάθλημα , αλλά χωρίς μαραθώνιο. Εκτός βαθμολογίας ο αγώνας 30 χλμ που διεξήχθη στις 17 Νοεμβρίου 1946 στη διαδρομή Στάδιο-Χαρβάτι-Στάδιο με συμμετοχή 6 αθλητών και νικητή τον Χρήστο Βαρτζάκη με 1.52..42 (Ν.Π.Ρ)
Ομοίως το 1947 δεν διοργανώνεται Μαραθώνιος και για πρώτη φορά μεταπολεμικά αυτό συμβαίνει το 1948 στις 11 Απριλίου στη διαδρομή Παναθηναϊκό Στάδιο-Πικέρμι-Παναθηναϊκό Στάδιο, ( Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, 21-23Μαΐου) κι ο οποίος είναι εκτός βαθμολογίας.
Το 1949 στις 15 Μαΐου στη διαδρομή Παναθηναϊκό Στάδιο-Πικέρμι-Παναθηναϊκό Στάδιο. Δημήτρης Δερβένης πετυχαίνει ύστερα από αρκετά χρόνια επίδοση κάτω από 3 ώρες (2.57.17) Επίσης γίνεται ημιμαραθώνιος 23 Σεπτεμβρίου στη διαδρομή Στάδιο-Αγ. Παρασκευή-Στάδιο, μήκους 20χλμ.
Το 1955 διεξήχθη στις 22 Μαΐου με τη συμμετοχή 55 δρομέων στη διαδρομή Στάδιο-Πικέρμι-Παναθηναϊκό Στάδιο και με χορηγό την εφ. “Βραδυνή”. Επικρατούσε υπερβολική ζέστη με αποτέλεσμα να τερματίσουν μόνο 23 δρομείς.
Το 1956 διεξήχθη στις 29 Απριλίου στην κλασική διαδρομή Μαραθώνας-Παναθηναϊκό
Στάδιο. Συμμετείχαν μόνο δέκα δρομείς και τερμάτισαν οι πέντε.
Το 1957 διεξήχθη στις 12 Μαΐου στην κλασική διαδρομή Μαραθώνας-Παναθηναϊκό Στάδιο. Συμμετείχαν 15 δρομείς και τερμάτισαν οι εννέα.
Το 1958 διεξήχθη στις 20 Ιουλίου στη Δράμα παράλληλα με το πανελλήνιο πρωτάθλημα αλλά ήταν εκτός βαθμολογίας.
Το 1959, υπήρξε και πάλι προβληματική η διεξαγωγή του μαραθωνίου, ο οποίος διεξήχθη την πρώτη ημέρα των αγώνων, στις 22 Ιουλίου, εν μέσω καύσωνα.
Το 1960, το πάθημα της προηγούμενης χρονιάς δεν “έγινε μάθημα”. Αποτέλεσμα ήταν να τερματίσουν μόνο πέντε αθλητές με νικητή τον 45χρονο Δημήτρη Δερβένη, που είχε λιποθυμήσει το περασμένο έτος.
(Συνοψίζοντας Το 1929,1931,1937-1938, 1948-1949, 1951-1953, και το 1955 η διαδρομή είναι Παναθηναϊκό Στάδιο –Πικέρμι- Στάδιο).
http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin.asp?c=123&dc=2&db=10&da=1929
Κατά την περίοδο 1920-1950 αναδείχθηκαν μερικοί αξιόλογοι Έλληνες Μαραθωνοδρόμοι. Κατά χρονολογική σειρά: ο Αλέξης Κράνης, εφημεριδοπώλης το επάγγελμα με δύο συμμετοχές σε Ολυμπιακούς αγώνες (1920 και και 1924), ο επίσης εφημεριδοπώλης Χρήστος Σάρρας, με δύο βαλκανικές νίκες (1929 και 1931), και μια δεύτερη θέση το 1930 και ο Στέλιος Κυριακίδης (με τέσσερις Βαλκανικές νίκες) που έγινε γνωστός με τη μεγάλη του νίκη στον 50ο ιστορικό Μαραθώνιο της Βοστώνης.
ΠΗΓΕΣ
Τα τρία πρώτα βιβλία, είναι τα βιβλία στα οποία αναφέρονται χρονολογικά τα γεγονότα της κάθε διοργάνωσης , οι νικητές, τα ρεκόρ και άλλα στοιχεία σχετικά με τους αριθμούς συμμετοχών, τις χώρες προέλευσης και άλλα χρήσιμα από τα παραλειπόμενα που συνθέτουν την ιστορία της κλασσικής διαδρομής. Η συμβολή τους και στη δική μας εξιστόρηση ήταν πολύτιμη.
Ηρακλής Αθανασόπουλος, Μαραθώνιος και Μαραθώνας, 2010
Γιάννης Μαμουζέλος, Μαραθώνιος –Ραντεβού με την ιστορία, ΑΓΚΥΡΑ 2010
Μπάμπης Ζαννιάς, 42195μ σε 30 χρόνια-Μαραθώνιος Αθηνών «Γρηγόρης Λαμπράκης», ΒΟΓΙΑΤΖΗ 2014
Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ (1890 – 1922), του Ανδρέα Μπαλτά
https://www.actioninsports.com/stelios-kyriakidis-protathlitis-patriotis-anthropistis/
https://www.iapopsi.gr/90-chronia-valkanikoi-agones-stivoy-1929-2019/
Ελ. Φουρναράκη, «Σωματική αγωγή των δύο φύλων στην Ελλάδα του 19ου αιώνα», στο Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου,
Οι Χρόνοι της Ιστορίας: Για μια ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας, Ι.Α.Ε.Ν. – Γ.Γ.Ν.Γ., Αθήνα, 1998,
Vigarello, Από το παιχνίδι στο αθλητικό θέαμα , μτφρ. Λ. Βουτσοπούλου, επιμ. Ν. Ντινοπούλου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004,
Μ. Α. Δημητρίου, «Ο σχολικός αθλητισμός κατά την Οθωνική Περίοδο (1833- 1862): Ανατομία απόπειρας μιας ατελούς μετεφύτευσης του γερμανικού γυμναστικού συστήματος», στο Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Οι Χρόνοι της Ιστορίας: Για μια ιστορία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας
Αν. Ασημάκη – Γερ. Κουστουράκης – Ιω. Κουμαριανός,«Οι έννοιες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση: Μια κοινωνιολογική προσέγγιση»,
Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών,ΙΕ(60), 2011, 101-103
Παν. Τουρνικιωτης, «Ο επαναπροσδιορισμός του σώματος: ο αθλητισμός στη μοντέρνα αρχιτεκτονική», στο Παν.Τουρνικιώτης (επιμ.), Ο αθλητισμός, το σώμα και η μοντέρνα αρχιτεκτονική, Futura, Αθήνα, 2006,
http://www.ime.gr/publications/print/imeros/gr/05_1/article02.html
https://archive.org/details/olympicgamesatat00sull/page/n6
http://www.gbrathletics.com/ic/bg.htm
Σκιαδάς, Ε., 100 Χρόνια Νεώτερη Ολυμπιακή Ιστορία. Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων 1896-1996, ΤΑ ΝΕΑ, Αθήνα 1996, σ. 241.
http://www.fairplayinternational.org/what-is-olympic-day-
https://www.apollonrunnersclub.gr/alismonitos-marathonios/
https://www.insidethegames.biz/articles/1085027/ron-hill-marathon-innovator-big-read
https://www.sportstoursinternational.co.uk/ron-hill-returns-to-athens/
http://www.racingpast.ca/john_contents.php?id=184
https://www.arrs.run/article_marathonorigins.php
http://italvideonewstv.net/extraordinary-story-dorando-pietri-italian-marathon-runner-1908-olympics/
https://www.nytimes.com/2012/04/21/sports/the-marathons-accidental-route-to-26-miles-385-yards.html
https://papapolyviou.com/2013/05/02/stelios-kyriakidis-1910-1987/
https://www.news247.gr/weekend-edition/o-marathonodromos-poy-anestise-tin-ellada.6306541.html
https://www.sansimera.gr/biographies/642
https://www.actioninsports.com/stelios-kyriakidis-protathlitis-patriotis-anthropistis/
http://venizeliahistory.blogspot.com/
https://th-th.facebook.com/permalink.php?story_fbid=613398522348147&id=341874806167188
https://www.dailymotion.com/video/xd4o6u
PanDex
@notasol Το διαβαζω 3 μέρες για να ξεχωρίσω κάποια πράγματα , γι’αυτό δεν σε έχω ευχαριστήσει ακόμα. Ότι και να πω γιαυτα που προσφέρεις στο φόρουμ είναι λίγα. Συγχαρητήρια για άλλη μια φορά.
notaSOL
Στη φωτογραφία από την Μεσολυμπιάδα του 1906, βλέπουμε τον William Sherring να τερματίζει πρώτος στον Μαραθώνιο και δίπλα του ο Πρίγκιπας Γεώργιος να τρέχει μαζί του και να χειροκροτά.
Πίσω από αυτόν τον τερματισμό, αυτή την είσοδο, αυτή τη φωτογραφία, ίσως κρύβεται και η εξήγηση της προέλευσης του εμβλήματος του ΠΑΟ! (… ή καλύτερα μια εκδοχή – την οποία εμείς σαν λάτρεις του Μαραθωνίου την προτιμούμε από τις άλλες!)
Ο William Sherring φοράει τη φανέλα με το έμβλημα του συλλόγου στον οποίο αγωνιζόταν, η οποία είχε ένα τεράστιο πράσινο τριφύλλι που κάλυπτε ολόκληρη την μπροστινή πλευρά και μέσα σε αυτό έγραφε «St. P.A.C.», δηλαδή Saint Patrick Athletic Club. Παράλληλα, φορούσε κι ένα παραδοσιακό καπέλο, το οποίο οι Ιρλανδοί ονόμαζαν «fedora».Ήταν Καναδός, ιρλανδικής καταγωγής.
To τριφύλλι του Π.Α.Ο. σχεδιάστηκε για πρώτη φορά το 1918 από τον Γεώργιο Χατζόπουλο, διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και μέλος του συλλόγου και το αργότερο μέχρι το 1919 είχε καθιερωθεί ως έμβλημα του Συλλόγου.
Στο Στάδιο, τότε στον τερματισμό του , το 1906, βρίσκονταν ο 16χρονος τότε Γεώργιος Καλαφάτης, παρέα με τους υπόλοιπους αθλητές του Εθνικού Αθηνών και του Πανελληνίου, οι οποίοι ίδρυσαν μετέπειτα τον Ποδοσφαιρικό Όμιλο «Αθήναι». (Π.Α.Ο.) Και στο μυαλό του θα αποτυπωθεί αυτή εικόνα. Ο οποίος και θα προτείνει στην συνέχεια με την ίδρυση του συλλόγου , αυτά να είναι τα χρώματα και αυτό το έμβλημα της ομάδας.
Οι άλλες εκδοχές: η πλέον επικρατέστερη, θέλει υπεύθυνο για την υιοθέτηση του σήματος να είναι ο Μιχάλης Παπάζογλου. Το τριφύλλι ήταν το έμβλημα που χρησιμοποιούσε ως αθλητής στον προηγούμενή του ομάδα, τη Χαλκηδόνα. Έτσι, όταν ήρθε το 1911 στην Αθήνα από τον Βόσπορο και εντάχθηκε στον Παναθηναϊκό, πρότεινε να γίνει το επίσημο έμβλημα του συλλόγου. Η δεύτερη εκδοχή αναφέρει ότι σχεδιάστηκε και εμπνεύστηκε από τον Γεώργιο Χατζόπουλο, πρόεδρο της Εθνικής Πινακοθήκης και μέλος του Συλλόγου, κι ότι προέρχεται από το σήμα της ιστορικής ιρλανδικής ομάδας Σαμροκ Ρόβερς που ιδρύθηκε το 1901 ή της σκωτσέζικης Σέλτικ. Μια τρίτη ότι ο Απόστολος Νικολαΐδης, κατά τις σπουδές του στη Γερμανία, είχε παρακολουθήσει τη γερμανική ομάδα SpVgg Fürth που φορούσε πράσινα και λευκά χρώματα έχοντας έμβλημα το τριφύλλι, και πρότεινε εκείνος το έμβλημα αυτό στον Παναθηναϊκό.
…πιθανός είναι ο συνδυασμός όλων των παραπάνω εκδοχών.
Ενδιαφέρον έχει και η ιστορία του ίδιου του William Sherring. Ήταν από το Οντάριο, μόλις 1.65 και 54 κιλά, σιδηροδρομικός υπάλληλος. Παρότι η Καναδική Ομοσπονδία τον είχε επιλέξει ως ιδανικότερο εκπρόσωπο της και προετοιμαζόταν από καιρό, το πρόβλημα ήταν στο πώς θα ταξιδέψει. Τα έξοδα για ένα υπερατλαντικό ταξίδι ήταν δυσβάσταχτα για έναν απλό υπάλληλο, κάτι που καθιστούσε ένα τέτοιο ταξίδι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε, στο τέλος το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να συγκεντρώσει το ποσό που απαιτούνταν (περίπου 90 δολάρια) για το ταξίδι. Αλλά αυτό δεν του εξασφάλιζε την διαμονή. Που μάλιστα θα ήταν πολυήμερη , όσο χρονικό διάστημα θα διεξάγονταν οι αγώνες.Ύστερα και από παρότρυνση των φίλων του κατέφυγε στην τελευταία του ελπίδα: πόνταρε όλα τα χρήματα που με τόσο κόπο μάζεψε, σε ένα άλογο!Ένα άλογο, ονόματι «Cicely». Και ήταν τυχερός! Η απόδοση που έδιναν οι μπουκ για να κερδίσει το συγκεκριμένο άλογο ήταν 1 προς 6! Και κέρδισε!
Ήρθε στην Αθήνα , αρκετά πιο νωρίς.
Ο Σέρινγκ βρισκόταν ήδη επτά εβδομάδες στην Αθήνα, εργαζόμενος παράλληλα για τους αθηναϊκούς σιδηροδρόμους και προπονούνταν καθημερινά στην κλασσική απόσταση Μαραθώνας-Αθήνα, πετυχαίνοντας σπουδαίους χρόνους! Μετά τον θρίαμβο του θα επιστρέψει στην πατρίδα του με τιμές ήρωα, καθώς χιλιάδες συμπατριώτες του θα τον υποδεχθούν ενθουσιασμένοι. Η Πολιτεία θα τον ανταμείψει εκτός από ηθικά και χρηματικά, προσφέροντας του ως δείγμα ευγνωμοσύνης ένα διόλου ευκαταφρόνητο, για την εποχή, ποσό. Μετά την επιτυχία του αυτή, ο William Sherring. θα εγκαταλείψει τον αθλητισμό και θα αφοσιωθεί στην εργασία του. Έτσι κι αλλιώς είχε πετύχει αυτό που ονειρευόταν.
Έφυγε από τη ζωή το 1964 , σε ηλικία 87 ετών, την ίδια χρονιά με τον ιδρυτή του Παναθηναϊκού, Γεώργιο Καλαφάτη.Ίσως να μην έμαθε ποτέ όσο ζούσε πως με τη φανέλα που φορούσε εκείνη την ιστορική ημέρα στην Αθήνα, και η οποία σώζεται ακόμα, άθελα του αποτέλεσε έμπνευση για το έμβλημα ενός νέου συλλόγου.
(Αξίζει να αναφέρουμε ότι \το 1932 , η νέα διοίκηση του Νικόλαου Ξηρού – Α. Νικολαΐδη, με την επικράτηση της , διέγραψε όλα τα μέλη της αντιπολίτευσης, ανάμεσα στα οποία ήταν κι ο ιδρυτής της ομάδας Γιώργος Καλαφάτης. Το λάθος αυτό διορθώθηκε το 1950, όταν και ο Καλαφλάτης , γράφηκε ξανά στα μητρώα της ομάδας. )
Η ιστορία του William Sherring, έχει παρουσιαστεί αρκετές φορές :
https://www.mixanitouxronou.gr/enas-paradoxos-termatismos-stous-olimpiakous-agones-tis-athinas-pios-galazoematos-etrexe-sto-stadio-forontas-tin-episimi-stoli-tou-dipla-ston-kanado-marathonodromo-me-to-trifilli-ti-schesi-echi/
http://www.pao.gr/history/events?id=158 https://www.leoforos.gr/panathinaikos/podosfairo/story/1474/kai-egeneto-triphulli
http://www.palaimaxoipanathinaikou.gr/9532/apotheosi-tou-trifilliou-sto-stadio-dio-chronia-prin-tin-idrisi-tou-panathinaikou/?doing_wp_cron=1582829828.9006490707397460937500
@panosdimi, @kalogeridis , @aroulio και @rigelian : σας ευχαριστώ και για το ενδιαφέρον σας και για το καλό σας λόγο… ίσως κάποιες φορές είναι σημαντικό, να ξέρεις ότι κάποιος σε ακούει…
tazi
Den einai oi monoi, pistepse me!!!