Στις αρχές του έτους, ο γιατρός και προπονητής Marius Bakken δημοσίευσε ένα εξαιρετικό άρθρο για το νορβηγικό μοντέλο προπόνησης. Πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο κείμενο, το οποίο όμως αξίζει να διαβαστεί, καθώς εμβαθύνει σε προπονητικές αρχές που ακολουθούνται από μερικούς εκ των κορυφαίων αθλητών παγκοσμίως. Το κυριότερο είναι πως αυτές οι αρχές έχουν εφαρμογή σε όλα τα αθλήματα αντοχής.
Αρχικά, η προφανής ερώτηση: από πού κι ως πού η Νορβηγία, μία χώρα με τόσο μικρό πληθυσμό;
Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια η Νορβηγία αποτελεί ανερχόμενη δύναμη στον στίβο και το τρίαθλο. Συγκεκριμένα, οι αδελφοί Ingebrigtsen έχουν κάνει έντονη την παρουσία τους, με αποκορύφωμα το χρυσό μετάλλιο του Jakob στα 1500m των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκιο. Την ίδια διάκριση χάρισε στην χώρα του και ο Kristian Blummenfelt στο τρίαθλο. Αυτά έρχονται να προστεθούν στην παραδοσιακή κυριαρχία των Νορβηγών στους χειμερινούς ΟΑ, σε αθλήματα όπως το cross-country skiing.
Πολλή συζήτηση γίνεται για το πόσο καθοριστική έχει υπάρξει η φυσιολογία στην κατεύθυνση της προπονητικής θεωρίας. Το συναντάμε πολλές φορές στα πρωτόκολλα προπόνησης του cross-country skiing. Για παράδειγμα, μία μελέτη του 2021 στο Frontiers in Sports and Active Living, εξέτασε τα προπονητικά χαρακτηριστικά από 12 elite σκιέρ αντοχής, βρίσκοντας πως σχεδόν το 90% της προπόνησής τους ήταν σε χαμηλή ένταση (ζώνη 1 σε μοντέλο 3 ζωνών), ενώ και η προπόνηση υψηλότερης έντασης ακολουθούσε αυστηρά πρωτόκολλα που δεν επέτρεπαν την υπερβολική συσσώρευση κόπωσης (ζώνη 2). Να σημειώσουμε βέβαια ότι το μοντέλο που θα ασχοληθούμε περιλαμβάνει μεγαλύτερο ποσοστό στην ζώνη 2. Επίσης, είναι αξιοσημείωτο πως στην προπόνηση του cross-country skiing, τα επίπεδα συγκέντρωσης του γαλακτικού παρακολουθούνται συνεχώς, ώστε να καθορίζεται απόλυτα η ένταση.
Μία άλλη έρευνα του 2019 στο International Journal of Sports Science and Coaching έδειξε την ίδια σχολαστικότητα σχετικά με τα επίπεδα γαλακτικού, με αυτήν που ακολουθούν στις προπονήσεις τους οι αδελφοί Ingebrigtsen. Σε ένα πρόσφατο podcast του Scientific Triathlon, ο προπονητής του Blummenfelt, Arild Tveiten, μιλάει επίσης για την ακρίβεια της έντασης στις προπονήσεις του κορυφαίου τριαθλητή. Αν και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, οι νορβηγικές προπονητικές αρχές δεν είναι κάτι καινούργιο. Ούτε στην χώρα ούτε και παγκοσμίως. Για παράδειγμα, ο Roberto Canova έχει βασιστεί εδώ και δεκαετίες στις “ελεγχόμενες” διαλειμματικές προπονήσεις και το γαλακτικό κατώφλι. Ο Dr. Bakken τις περιέγραφε ήδη από το τέλος των ’90s και το 2000 έγραψε μία σύνοψη των κενυατικών προπονητικών πρωτοκόλλων, τα οποία ήταν παρεμφερή με αυτά που συζητούμε. Μπορεί οι Νορβηγοί να μην επανεφηύραν τον τροχό (ούτε και ισχυρίζονται κάτι τέτοιο), αξίζουν όμως ιδιαίτερη μνεία για την εξέλιξη αυτών των αρχών, το επιστημονικό τους υπόβαθρο και την προσαρμογή τους σε όλα τα αθλήματα αντοχής.
Πριν ξεκινήσουμε, καλό θα ήταν να σημειώσουμε τα εξής. Δεν είναι απολύτως βέβαιη η καταλληλότητα αυτών των θεωριών για αθλητές που δεν είναι καλά γυμνασμένοι. Ιδίως στο τρέξιμο, όπου εμπλέκονται περισσότερες μεταβλητές, όπως η εμβιομηχανική ή το νευρομυϊκό σύστημα, σε σχέση π.χ. με την ποδηλασία. Θα το δούμε αναλυτικότερα παρακάτω. Επίσης, η απόκριση στο ερέθισμα μπορεί να διαφέρει βάσει των γενετικών χαρακτηριστικών, όπως οι τύποι μυϊκών ινών, που μπορούν να επηρεάσουν τις αερόβιες και μεταβολικές διεργασίες. Ακόμη, αθλητές μεγαλύτερης ηλικίας ή εκείνοι που υστερούν στην VO2max, πιθανώς να χρειάζονται περισσότερη έμφαση στην ένταση ή την ταχύτητα.
Θα χωρίσουμε την ανάλυση του νορβηγικού μοντέλου σε τρία σημεία – κλειδιά, κυρίως από το άρθρο του Bakken, αλλά και άλλες πηγές. Οι λεπτομέρειες του Bakken είναι πολλές και εξειδικευμένες, οπότε αν θέλετε περισσότερα, μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο.
Προπονητική αρχή 1: οι αθλητές ελέγχουν την ένταση παρακολουθώντας τα επίπεδα γαλακτικού. Η συγκέντρωσή του διατηρείται χαμηλότερα σε σχέση με άλλα αντίστοιχα πρωτόκολλα, ενώ προϋποτίθεται μεγάλος αερόβιος όγκος σαν βάση.
Πριν προχωρήσουμε στο πώς χρησιμοποιείται η παρακολούθηση του γαλακτικού, ας κάνουμε μία μικρή ειαγωγή. Μία μελέτη του 2006 στο Scandinavian Journal of Medicine & Science in Sports υπήρξε καθοριστική στην κατηγοριοποίηση των ζωνών έντασης, στις οποίες βασίστηκαν και μεταγενέστερες έρευνες.
Συνοπτικά οι τρεις ζώνες:
- Ζώνη 1: κάτω από το πρώτο αναπνευστικό κατώφλι ή αλλιώς <2mmol γαλακτικού (σκεφτείτε την ως ένα πολύ άνετο τρέξιμο)
- Ζώνη 2: μεταξύ του πρώτου και δευτέρου αναπνευστικού κατωφλίου ή από 2mmol έως 4mmol γαλακτικού(σκεφτείτε την ως μία κλασική προπόνηση στο γαλακτικό κατώφλι ή μία ωριαία προσπάθεια)
- Ζώνη 3: πάνω από το δεύτερο αναπνευστικό κατώφλι (σκεφτείτε την ως μία γρήγορη διαλειμματική προπόνηση ή έντονη προπόνηση σε ανηφόρα)
Όπως αντιλαμβάνεστε, η ουσία εδώ βρίσκεται στις συγκεντρώσεις του γαλακτικού. Για να το εξηγήσουμε όσο απλούστερα γίνεται, το γαλακτικό παράγεται καθώς το σώμα μας χρησιμοποιεί γλυκόζη για την παραγωγή ΑΤΡ κατά την γλυκόλυση. Το γαλακτικό αποτελεί πηγή καυσίμου για τα κύτταρα και συνοδεύεται από ένα ιόν υδρογόνου, το οποίο αλλάζει το ΡΗ των μυών, συντελώντας στην κόπωση. Έχουμε αναφερθεί κι αλλού στον διαχωρισμό μεταξύ γαλακτικού και γαλακτικού οξέος (lactate και lactic acid). Μία σύνοψη του 2018 στο Cell Metabolism περιγράφει πώς το το γαλακτικό μεταφέρεται εντός των κυττάρων αλλά και μεταξύ τους (lactate shuttle) για παραγωγή ενέργειας. Αν αυτός ο μηχανισμός “ενδομεταφοράς” υπερφορτωθεί, τα επίπεδα γαλακτικού και η κόπωση αυξάνονται και η προσπάθεια γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτή.
To νορβηγικό μοντέλο περιλαμβάνει συστηματική παρακολούθηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού, χρησιμοποιώντας μία ειδική συσκευή. Ο Bakken βρήκε ότι επίπεδα συγκέντρωσης γύρω στα 3 mmol ήταν ιδανικά για να βελτιστοποιήσει το ερέθισμά του, ενώ κάποιοι Κενυάτες δρομείς δούλευαν ακόμη χαμηλότερα, λίγο πάνω από τα 2 mmol, στις κατωφλικές διαλειμματικές τους. Αποφεύγοντας την υπερφόρτωη του σώματος, οι αθλητές μπορούν να εκτελέσουν μεγαλύτερο όγκο, δουλεύοντας τον μηχανισμό μεταφοράς του γαλακτικού πιο αποδοτικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την απόδοση σε όλες τις αποστάσεις, καθώς αποτελεί θεμελιώδη διαδικασία παραγωγής ενέργειας σε μεγαλύτερες εντάσεις (πάντα όμως αερόβιες, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό). Πέραν αυτού όμως, υπάρχουν επιπλέον οφέλη που αφορούν την πρόληψη τραυματισμών, το νευρικό και το ενδοκρινικό σύστημα. Σημειωτέον, αυτές οι διαλειμματικές προπονήσεις ελεγχόμενης έντασης, έχουν ως υπόβαθρο έναν μεγάλο εβδομαδιαίο χιλιομετρικό όγκο.
Συμπεράσματα
Το “γρηγορότερα” δεν είναι πάντα καλύτερο στις διαλειμματικές προπονήσεις. Ένας αθλητής που ακολουθεί σχολαστικά το νορβηγικό μοντέλο, θα μπορούσε αν ήθελε πάει και αρκετά πιο γρήγορα. Έτσι όμως, θα παραμελούσε, ή και θα αντέστρεφε, τα προσδοκώμενα αερόβια όφελη, όπως η μεταφορά του γαλακτικού. Αυτό επιβεβαιώνεται και από μία εξαιρετική μελέτη του 2019 στο Journal of Strength and Conditioning Research, όπου οι ερευνητές παρακολούθησαν 85 elite δρομείς κατά τα πρώτα επτά χρόνια της καριέρας τους. Βρέθηκε ότι τα πολλά χιλιόμετρα σε χαμηλή ένταση, οι μικρές διαλειμματικές και τα tempo runs, είχαν την σημαντικότερη επίδραση στην μακροπρόθεσμη εξέλιξη των αθλητών, όπως φάνηκε από τις επιδόσεις τους όλα αυτά τα χρόνια. Η δε επίδραση από τις μεγαλύτερες και πιο έντονες διαλειμματικές προπονήσεις, ήταν σχετικά μικρότερη.
Η ακριβής μεθοδολογία για την προπόνηση σε χαμηλά επίπεδα γαλακτικού, είναι αρκετά πολύπλοκη στην πράξη. Ένας αθλητής με μεγάλη αερόβια βάση, μπορεί να έχει τα δύο κατώφλια του (αερόβιο και γαλακτικό) αρκετά κοντά μεταξύ τους. Είναι άλλωστε και ο λόγος που ένας elite μαραθωνοδρόμος μπορεί να τρέξει τόσο γρήγορα σε λίγο περισσότερο από 2 ώρες. Οπότε, οι κατωφλικές διαλειμματικές που κάνουν, ναι μεν έχουν μικρή συγκέντρωση γαλακτικού, είναι όμως συγχρόνως και πολύ γρήγορες. Αντιθέτως, ένας δρομέας που δεν έχει τόσο καλά δουλεμένη την αερόβια αντοχή, θα δει υψηλότερες τιμές γαλακτικού αλλά και σε χαμηλότερες ταχύτητες.
Ο Bakken σημειώνει ακόμη πως είναι συχνά καλύτερη η σταδιακή αύξηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού κατά την διάρκεια μίας προπόνησης. Όταν λοιπόν κάνουμε ένα πρόγραμμα, θα πρέπει να υπάρχει μία προοδευτικότητα. Θα μπορούσε ο αθλητής να ξεκινάει με μεγαλύτερα και πιο ήπια κομμάτια και να καταλήγει σε μικρότερα και πιο έντονα ή ανηφόρες. Κάτι τέτοιο θα ενδείκνυτο ιδίως για δρομείς που η ταχύτητα δεν είναι το δυνατό τους σημείο. Ένα παράδειγμα θα ήταν: 8-10 Χ 3′ στην ταχύτητα του κατωφλίου, με 1′ jogging, ακολουθούμενο από 5′ easy run και μετά 5 Χ 20″-30″ δυνατές ανηφόρες.
Όλα αυτά, πάντα με την προϋπόθεση της λήψης και παρακολούθησης του γαλακτικού. Χρειάζεται πειθαρχία και συγκράτηση, ώστε να επιτευχθεί ακριβώς το ερέθισμα που στοχεύουμε.
Προπονητική αρχή 2: η προπόνηση υψηλότερης έντασης χρησιμοποιείται για συγκεκριμένες προσαρμογές.
Η εστίαση σε απολύτως ελεγχόμενες κατωφλικές προπονήσεις, εγείρει αναπόφευκτα κάποια ερωτήματα: πώς είναι δυνατόν οι πιο αργές διαλειμματικές να προετοιμάσουν έναν αθλητή για να τρέξει πολύ πιο γρήγορα στον αγώνα; Γιατί ένας 1500άρης να κάνει τόση προπόνηση σε ρυθμούς που είναι σημαντικά πιο αργοί από αυτόν του στόχου του;
Η απάντηση βρίσκεται στον τρόπο που το σώμα μας παράγει και χρησιμοποιεί την ενέργεια, σε προσπάθειες υψηλής έντασης. Η ίδια ακριβώς γαλακτική/πυροσταφυλική διεργασία είναι αυτή που θα έχουμε και στον αγώνα, απλά σε υψηλότερα επίπεδα συγκέντρωσης του γαλακτικού. Βελτιστοποιώντας λοιπόν αυτές τις διεργασίες, βελτιώνεται συνολικά και η απόδοση. Εν τούτοις, το θέμα της ανάπτυξης μηχανικών προσαρμογών παραμένει. Πώς θα περάσεις την δύναμη που θες στον έδαφος και πώς θα την διατηρήσεις; Ναι μεν η καρδιά, οι πνεύμονες και τα κύτταρα έχουν την ικανότητα, αλλά θα μπορούν οι μύες και το νευρομυϊκό σύστημα να την αξιοποιήσει;
Το νορβηγικό μοντέλο που αναλύει ο Bakken, περιλαμβάνει παρ’ όλα αυτά και πιο έντονες συνεδρίες, κυρίως γρήγορα ανοίγματα (strides) και μικρά κομμάτια σε ανηφόρα (όπως και τα μοντέλα του Lydiard). Μία χαρακτηριστική εβδομάδα που περιγράφει ο Bakken, περιλαμβάνει δύο ημέρες κατωφλικής προπόνησης (με διπλές προπονήσεις την κάθε ημέρα), μία ημέρα με συνεδρία 20Χ220m σε ανηφόρα, με το γαλακτικό να φτάνει τα 8mmol, και μία ημέρα ταχύτητας με μικρά σπριντς/ανοίγματα. Φυσικά, σημαντικό ρόλο στις προσαρμογές αυτές παίζουν και οι ενδιάμεσοι αγώνες.
Δεν απαιτείται μεγάλος όγκος κομματιών σε υψηλή ένταση για να αναπτύξεις την ταχύτητα και την δύναμη που χρειάζεσαι, υποστηρίζει ο Bakken. Η “μηχανική ταχύτητα”, στις περισσότερες περιπτώσεις θα περιορίζεται από την αερόβια ικανότητα. Με άλλα λόγια, αυτό που βιώνουμε σαν όριο στην ταχύτητα, είναι στην πραγματικότητα αερόβιος περιορισμός.
Συμπέρασμα
Δεν χρειάζεται να τρέχεις γρήγορα διαρκώς για να τρέξεις γρήγορα όταν πρέπει. Βέβαια, πολλοί επαγγελματίες αθλητές είναι από την φύση τους ταχείς και έχουν την προδιάθεση να πάνε γρήγορα, με τον ελάχιστο βαθμό ενίσχυσης αυτού του χαρακτηριστικού. Ας δούμε για παράδειγμα το μοντέλο προπόνησης του Phil Maffetone, όπου οι αθλητές κάνουν όλες τις προπονήσεις τους σε συγκεκριμένη και πολύ χαμηλή ένταση. Οι περισσότεροι από τους δρομείς που έχουν σημειώσει καλές επιδόσεις με αυτή την μέθοδο, το πιθανότερο είναι πως έχουν εγγενή ταχύτητα, ώστε, ενώ εστιάζουν αποκλειστικά στην αερόβια προπόνηση, μπορούν και τρέχουν συγχρόνως και γρήγορα. Κατά τον Bakken λοιπόν, όλοι οι αθλητές μπορούν να δουλέψουν την μέγιστη ταχύτητά τους απλά με ανοίγματα και σύντομες επαναλήψεις σε ανηφόρα, όπως οι Νορβηγοί. Και αυτό είναι αρκετό.
Το ερώτημα που τίθεται σχετικά με τη νορβηγική μέθοδο, είναι κατά πόσο μπορεί να αποδώσει σε λιγότερο ικανούς αθλητές. Μπορείς να δουλέψεις την ταχύτητα, αν δεν την έχεις ήδη ανεπτυγμένη; Ή τι γίνεται καθώς ο αθλητής μεγαλώνει; Πιθανώς πολλοί αθλητές να χρειάζεται να αναπτύξουν την ταχύτητα στην VO2max, τουλάχιστον στην αρχή της πορείας τους, ώστε η κατωφλική προπόνηση να αντιστοιχεί σε γρηγορότερους ρυθμούς. Κατά πάσα πιθανότητα, αν ένας αρχάριος δρομέας δουλεύει μεν στο κατώφλι του αλλά σε πολύ αργούς ρυθμούς, δεν θα έχει καμμία ιδιαίτερη πρόοδο, εκτός ίσως αν κάνει τεράστιο όγκο. Αν όμως δουλέψει πρώτα την ταχύτητά του, η εστίαση στην κατωφλική προπόνηση μετά, θα φέρει τα βέλτιστα αποτελέσματα. Το ίδιο ισχύει και για τους μεγαλυτέρους αθλητές.
Προπονητική αρχή 3: οι διπλές προπονήσεις αποτελούν κλειδί για την βελτιστοποίηση του ερεθίσματος.
Ο Bakken πειραματίστηκε αρκετά με διάφορες παρεμβάσεις στις κατωφλικές προπονήσεις, για να δει από πού θα πάρει το καλύτερο ερέθισμα.
Η πρώτη περίπτωση περιελάμβανε 7 – 10 ημέρες με συνεδρίες ελεγχόμενου γαλακτικού. Η δεύτερη είχε μεγάλο όγκο μέσα σε μία προπόνηση, διαρκώντας περισσότερα από 80′. Η τρίτη περίπτωση περιελάμβανε διπλές κατωφλικές προπονήσεις μέσα στην ίδια ημέρα, οι οποίες τελικά έδιναν ξεκάθαρα το μεγαλύτερο όφελος.
Οι διπλές προπονήσεις στο κατώφλι, δύο φορές την εβδομάδα μάλιστα, αποτελούν σημείο – κλειδί για το νορβηγικό μοντέλο. Θυμίζοντας σε κάποια σημεία τα περίφημα training blocks του Canova, περιλαμβάνουν πρωινές και απογευματινές γαλακτικές συνεδρίες. Θεωρητικά, αυτή η προσέγγιση προσφέρει μεγάλο χρόνο στο κατωφλικό “sweet spot” (3 mmol), χωρίς όμως να συσσωρεύεται υπερβολική μυική κόπωση ή να χρειάζεται να επιβραδύνεις στο τέλος. Ούτε όμως και να αυξάνεται ο κίνδυνος τραυματισμού.
Η μέθοδος αυτή δομείται με διαφόρους τρόπους στο ευρύτερο νορβηγικό μοντέλο. Μπορεί η μία από τις δύο συνεδρίες να είναι πιο σκληρή, είτε σε υψηλότερο επίπεδο γαλακτικού, είτε σε διάρκεια. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί οι δύο συνεδρίες να είναι ανάλογης δυσκολίας. Συνήθως πάντως, οι αθλητές δουλεύουν διαλειμματικά, ώστε να παρακολουθείται η συγκέντρωση του γαλακτικού και να αποφεύγεται η υπερβολική κόπωση. Δεν λείπουν όμως και τα tempo runs.
Ένα παράδειγμα που αναφέρει ο Bakken περιλαμβάνει 6λεπτα κομμάτια το πρωί, με λίγο χαμηλότερη συγκέντρωση και 1′ διάλειμμα, ενώ το απόγευμα επαναλήψεις του 1 λεπτού, με 30″ διάλειμμα, σε λίγο υψηλότερη ένταση. Αντιστοίχως, οι αδελφοί Ingebrigtsen εκτελούν 5Χ6′ (1′ rest) στα 2.5mmol γαλακτικού το πρωί και το απόγευμα, 25Χ400 (30″ rest) στα 3.5mmol. Τονίζουμε και πάλι ότι αυτό το στυλ προπονήσεων απαιτεί μεγάλη αυτοσυγκράτηση και έλεγχο από τους αθλητές, για να βγουν όπως ακριβώς πρέπει. Και παρόλο που εκ πρώτης μοιάζουν τρομακτικές, πρέπει κανονικά να είναι σχετικά άνετες και ελεγχόμενες.
Συμπέρασμα
Οι διπλές προπονήσεις δύο φορές την εβδομάδα, αυξάνουν τα οφέλη της κατωφλικής προπόνησης, κατά την νορβηγική μέθοδο. Είναι σαφές όμως ότι προϋποθέτουν αυστηρή παρακολούθηση της συγκέντρωσης του γαλακτικού διαρκώς. Κατά τον Bakken, ο διάδρομος αποτελεί καλή και ασφαλή επιλογή για τέτοια blocks, αφού εκεί μπορείς εύκολα να κρατήσεις σταθερό τον ενδεδειγμένο ρυθμό.
Προφανώς, προτού ένας αθλητής περάσει σε τέτοιες προπονήσεις, θα πρέπει πρώτα να συνηθίσει τις διπλές συνεδρίες, δουλεύοντας αρχικά σε ευκολότερους ρυθμούς. Επίσης, απαιτείται και ένας ικανός χιλιομετρικός όγκος ως βάση, ώστε να αποφευχθεί η υπερπροπόνηση η τυχόν τραυματισμοί. Και κάτι ακόμη που έχει να κάνει με ενδοκρινικά ζητήματα: πιθανώς τέτοιες προπονήσεις να είναι λιγότερο αποδοτικές, ή ακόμη και αντιπαραγωγικές, σε αθλήτριες, λόγω ορμονικών θεμάτων.
Σύνοψη
To άρθρο του Marius Bakken έχει πολλά ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία και πληροφορίες. Πραγματικά αξίζει να το διαβάσετε.
Όπως με όλες τις προπονητικές μεθόδους, δεν υπάρχει μόνο μία απάντηση, ούτε και αυτή θα ταίριαζε στον οποιονδήποτε. Οι αρχές όμως που στηρίζεται το νορβηγικό μοντέλο, έχουν γερές βάσεις και θα μπορούσαν να αφορούν όλους τους αθλητές αντοχής.
Τα εύκολα τρεξίματα πρέπει να είναι όντως εύκολα. Βελτιώστε την ταχύτητά σας, χωρίς όμως υπερβολικό όγκο σε αναερόβιες διεργασίες που μπορεί να “υπονομεύσει” τις αερόβιες. Οι ελεγχόμενες διαλειμματικές, σε υποκατωφλικούς ρυθμούς, αποδίδουν συνήθως καλύτερα για την αερόβια ανάπτυξη. Θα πρέπει όμως να γίνονται πάντα στους προβλεπόμενους ρυθμούς, γι’ αυτό και οι Νορβηγοί στηρίζονται στην συνεχή λήψη της συγκέντρωσης του γαλακτικού στο αίμα.
O Marius Bakken υπήρξε δρομέας των μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, με συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια και Ευρωπαϊκά πρωταθλήματα.
stratus
Υπαρχει μια παρεξηγηση με τον ορο ταχυτητα.Ολοι μας εχουμε την ταχυτητα για να τρεξουμε το 10αρι,20αρι,μαραθωνιο κλπ στο χρονο που θελουμε.
Το προβλημα ειναι οτι δεν μπορουμε να κρατησουμε αυτη την ταχυτητα για ολη την αποσταση που θα τρεξουμε και σε αυτο πρεπει να εστιασουμε την προπονηση.
Εχω ξαναγραψει οτι οι επαγγελματιες ελαχιστες προπονησεις κανουν στη μορφη διαλλειματικης που κανουν οι ερασιτεχνες.Οι προπονησεις τους αποσκοπουν σε αυτο που εγραψα ,να μπορουν να κρατησουν το ρυθμο σε ολη τη διαρκεια του αγωνα.
Nikos Pilikas
@stratus Σωστό, πολύ σωστό αυτό που λες, Χρήστο. Κι ισχύει ακόμη περισσότερο όσο μεγαλώνει ο δρομέας.
Απλά αναφέρεται και σε μικρότερες αποστάσεις, όπου εκεί η ταχύτητα είναι ένα υψηλό ποσοστό της vVO2max.
stratus
Να συμπληρωσω ,αφου το ο Πηλιξ δεν μας επιτρεπει το edit,οτι ο Peter Snell ,παιδι του lydiard, που ετρεχε το μιλι,στην προπονηση του εκανε και 35αρια.Παροτι ηταν ο αργοτερος απο τους αντιπαλους κερδιζε γιατι μπορουσε να κρατησει την ταχυτητα.
Οπως ελεγε ο Lydiard οι υπολοιποι ηταν καλοι στο 1000αρι ,αλλα οχι στο μιλι.
Nikos Pilikas
Δεν φταίω εγώ, το theme του WordPress φταίει.
Έρχεται κι ο Lydiard όπου να ‘ναι… Θα βοηθήσεις, ρεμάλι.
stratus
Εννοειται Νικο.
Λάμπρος
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο και εξαιρετική η απόδοσή του Νίκο.
Nikos Pilikas
https://youtu.be/L2z_h-VvaFM?t=974