Κατηγορία: Trainer
Υψη σόλας: 48/43mm
Βάρος: 306γρ.
Τα super trainers είναι μία νέα κατηγορία στην αγορά. Πρόκειται ουσιαστικά για μοντέλα που φέρουν όλη τη σύγχρονη τεχνολογία, όπως και τα super shoes, έχοντας όμως έναν πιο φιλικό και καθημερινό χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι πως με τον όρο αυτόν θα μπορούσαμε κάλλιστα να περιγράψουμε και κατασκευές όπως τα Speed, Mach X, Boston κτλ, τα οποία βασικά διαφέρουν στο ότι η πλάκα είναι πλαστική αντί από ανθρακονήματα.
Ωστόσο, τελευταία έχουν εμφανιστεί μοντέλα που ναι μεν έχουν super foam και carbon plate, αυτό όμως που τα χαρακτηρίζει είναι το πολύ μεγάλο ύψος της σόλας που ξεπερνάει τα (νόμιμα) 40 χιλιοστά. Η αρχή έγινε με το Prime X και ακολούθησαν και άλλα, όπως τα SC Trainer v1, Superblast, Kinvara Pro. Αυτά λοιπόν είναι τα λεγόμενα super trainers.
Για να είμαστε ειλικρινείς, όλη αυτή κατηγοριοποίηση είναι αρκετά αόριστη και σχετική για τον μέσο δρομέα. Στην πραγματικότητα τα περισσότερα από τα μοντέλα που αναφέρονται και στις δύο παραπάνω παραγράφους, άνετα θα μπορούσαν να αποτελούν αγωνιστική επιλογή για τον ερασιτέχνη. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, ασφαλέστερη σε σχέση με κάποια super shoes. Οπότε, η κατηγοριοποίηση που κάνουμε εξυπηρετεί περισσότερο τις όποιες συγκρίσεις βάσει χαρακτηριστικών, παρά τον αυστηρό καθορισμό της χρήσης τους.
Το πρόσφατο Cielo X1 της Hoka είναι ένα παπούτσι που μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί racer και super trainer ταυτόχρονα, αναλόγως του ρυθμού που θα το πας. Αποδίδει εξίσου καλά παντού. Κι αν θεωρήσουμε ότι στα χαρτιά το Rocket X 2 είναι το αμιγώς αγωνιστικό της γκάμας, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι το πρώτο καλύπτει (και) την κατηγορία που συζητάμε εδώ. Μόνο που ξαφνικά εμφανίστηκε το Skyward X και έχουμε νέα δεδομένα.
Επάνω μέρος και εφαρμογή
To upper του Skyward είναι ίσως ό,τι πιο structured έχω δοκιμάσει τα τελευταία χρόνια. Μοιάζει λογικό κάτι τέτοιο, αφού θεωρητικά έχει να διαχειριστεί μία τεράστια σόλα. Αποτελείται από χοντρό αλλά μαλακό knit, με πολύ πυκνή ύφανση και περιορισμένη ελαστικότητα. Ο προφυλακτήρας μπροστά είναι εσωτερικός και εξωτερικός, κάνοντας ακόμη πιο στιβαρή την κατασκευή.
Το μεσαίο τμήμα, το οποίο πάντα σηκώνει το μεγαλύτερο βάρος του κρατήματος σε ένα παπούτσι, ενισχύεται από διάφορα στοιχεία. Πέραν του μεγάλου logo, εσωτερικά έχει δύο παχιές και φαρδιές ταινίες που στο επάνω μέρος τους σχηματίζονται οι θηλειές των κορδονιών. Επιπλέον, το υλικό γύρω από τα κορδόνια είναι αρκετά πιο άκαμπτο απ’ όσο συνήθως.
Η γλώσσα έχει πάρα πολύ αφρώδες, ίσως το περισσότερο που έχω συναντήσει εδώ και καιρό. Το αντίθετο δηλαδή από ό,τι βλέπουμε τελευταία. Είναι εντελώς ανεξάρτητη αλλά καθώς έχει ένα προκαθορισμένο “τοξωτό” σχήμα, παραμένει εύκολα στην θέση της.
Το πίσω μέρος ακολουθεί ανάλογη σχεδίαση, με ένα άκαμπτο εσωτερικό κολάρο αλλά και ένα εξωτερικό από σκληρό πλαστικό. Σηκώνεται αρκετά ψηλά, ενώ επενδύεται από μαλακό αφρώδες.
Με τόσο υλικό γύρω από το πόδι, η εφαρμογή του Skyward καταλήγει να είναι σχετικά κλειστή. Δεν θα την χαρακτήριζα στενή, δεν έχει όμως και την ευρυχωρία που θα περίμενες από ένα παπούτσι φτιαγμένο για μεγάλα τρεξίματα. Απ’ την άλλη, το κράτημα είναι πάρα πολύ καλό και ποτέ δεν θα νοιώσεις ότι παλεύεις να ισορροπήσεις στα σχεδόν 50mm της σόλας.
Στα δάχτυλα ο χώρος είναι στον μέσο όρο. Το ύφασμα είναι μεν απαλό αλλά ο προφυλακτήρας δεν του επιτρέπει να απλώσει. Επίσης, κλείνει λίγο απότομα στα μετατάρσια. Θεωρώ όμως πως μόνο όποιος έχει πολύ φαρδύ πέλμα θα νοιώσει να περιορίζεται.
Το midfoot απαιτεί λίγο ψάξιμο για να βρεις το σωστό δέσιμο. Αφενός είναι κάπως στενό, όχι τόσο λόγω γραμμής αλλά των ταινιών και της παχιάς γλώσσας που συνωστίζουν την περιοχή. Αφετέρου, το αφρώδες μπερδεύει την τάση που δίνεις στα κορδόνια. Μόλις όμως το ρυθμίσεις, η εφαρμογή είναι πολύ σταθερή και η αίσθηση πλούσια από τα ωραία υλικά.
Το πίσω μέρος είναι βράχος. Τα δύο κολάρα κλειδώνουν την φτέρνα, χωρίς όμως να τα αισθάνεσαι. Φροντίζει η μαλακή επένδυση γι’ αυτό. Το ψηλό τελείωμα βοηθάει στο κράτημα χωρίς να ενοχλεί, αφού γυρίζει ελαφρώς προς τα έξω.
Θεωρητικά, το επάνω μέρος του Skyward έχει την στιβαρότητα που απαιτείται για να κοντρολάρει τα σχεδόν 50mm της σόλας. Και το καταφέρνει 100%. Το θέμα είναι πως κατ’ εμέ δεν χρειαζόταν τόσο “over-engineering”. Όπως θα δούμε και παρακάτω, η βάση είναι από μόνη της ιδιαίτερα σταθερή και θα μπορούσε εύκολα να συνδυαστεί με ένα ελαφρύτερο upper. Σε καμμία περίπτωση δεν ενοχλεί, είναι όμως ο λόγος που το παπούτσι έχει τόσο μεγάλο βάρος. Ακόμη και χωρίς την πλαστική ενίσχυση πίσω, το χοντρό knit ή το άφθονο αφρώδες, το κράτημα θα ήταν και πάλι σωστό και απροβλημάτιστο. Σίγουρα δίνει μία πολυτέλεια που εκτιμάται σε αυτό το επίπεδο τιμής, είναι όμως εις βάρος των γραμμαρίων. Το νούμερο είναι απολύτως κανονικό.
Σόλα και πάτημα
Η πλατφόρμα του Skyward X είναι κανονικό εργοστάσιο, μέσα – έξω. Ξεκινώντας από τα specs, να πούμε ότι αυτά δίνονται από την Hoka για το νούμερο 44 (US10), αντί του 42.5 (US9) που μετρούν οι υπόλοιπες εταιρείες. Οπότε τα 48/43mm, αλλά και τα 320 γραμμάρια, στην πραγματικότητα είναι λίγο πιο κάτω συγκριτικά. Μικρή σημασία έχει όμως.
Η σόλα αποτελείται από δύο διαφορετικά υλικά. Η επάνω στρώση είναι από Peba, την κορυφαία σύνθεση αυτή την στιγμή. Από κάτω της, αλλά και γύρω της, έχουμε έναν supercritical EVA αφρό (με έγχυση αζώτου), ο οποίος δουλεύει ως πλαίσιο του Peba. Τον στηρίζει, τον κοντρολάρει, τον κατευθύνει. Πολύ μαλακός ο πρώτος, αρκετά μαλακός κι ο δεύτερος. Τα τοιχώματα σηκώνονται πολύ ψηλά, με το ύψος της βάσης να δείχνει μεγαλύτερο απ’ όσο πραγματικά είναι.
Ανάμεσα στους δύο αφρούς ενσωματώνεται μία πλάκα από ανθρακονήματα, η οποία όμως διαφέρει από τις συνήθεις αντίστοιχες εφαρμογές. Κατ’ αρχάς δεν είναι ενιαία αλλά σε σχήμα “Η”. Ούτε και καμπυλώνει στα μετατάρσια, όντας πιο επίπεδη. Στο μέσο της όμως έχει ένα κυρτό, αψιδωτό σχήμα, μία σχεδίαση που αποσκοπεί στο μεγαλύτερο rebound. Πιέζεται αρχικά, ισιώνει και “φορτίζεται. Και καθώς μετά επανέρχεται στο κανονικό της σχήμα, απελευθερώνει την ενέργεια που έχει αποθηκευτεί. Γενικότερα, δεν είναι σχεδιασμένη για να λειτουργεί ως μοχλός (όπως σε ένα performance μοντέλο) αλλά για να προσδίδει σταθερότητα και ελαστικότητα.
Η εξώσολα έχει κι αυτή ως γνώμονα την σταθερότητα, όπως βέβαια και την ανθεκτικότητα, αφού μιλάμε για ένα προπονητικό παπούτσι. Καλύπτεται παντού από μετρίας σκληρότητας λάστιχο και η πρόσφυσή της είναι απροβλημάτιστη. Στο μέσο της έχει ένα κενό για εξοικονόμηση βάρους, αλλά και για να διευκολύνεται η συμπίεση της πλάκας.
Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει την σόλα του Skyward, είναι το τεράστιο πλάτος της. Είναι ενδεικτική μία σύγκριση με το Prime X των 50mm, αλλά της πολύ στενής βάσης (πλην του forefoot), κάτι που φυσικά δεν επιδρά μόνο στην σταθερότητα αλλά και στο cushioning. Ο συνολικός όγκος του αφρού είναι πολύ περισσότερος απ’ όσο δείχνουν τα ύψη του, με το πόδι να μένει πάντα επάνω του.
Καλά και ωραία όλα αυτά στα χαρτιά αλλά τελικά τι ακριβώς προσφέρει στον δρόμο το νέο Hoka; Δικαιολογείται στην πράξη όλη αυτή η υπερπαραγωγή; Πρώτα απ’ όλα ας καθορίσουμε τον ανταγωνισμό του Skyward, ώστε να καταλάβουμε και την χρήση του. Super trainers αποκαλούνται και τα Prime X και Supeblast αλλά ανήκουν σε άλλη κατηγορία. Έχουν σαφέστατα κι έναν up tempo χαρακτήρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στο εύρος χρήσης τους. Το Skyward θα συγκριθεί με μοντέλα όπως το SC Trainer (ιδίως το v1) ή το Kinvara Pro. Αμιγώς προπονητικά δηλαδή, που φέρουν όμως και carbon plate.
Το Skyward λοιπόν, δεν είναι “super” επειδή μπορεί να αποδώσει και πιο γρήγορα ως trainer. Είναι “super” διότι πάει ένα βήμα (ή και δύο) παραπέρα τον όρο “trainer”. Η προστασία είναι σε άλλο επίπεδο, από εμπρός μέχρι πίσω. Νοιώθεις ότι ακόμη και αν πηδήξεις από τον πρώτο όροφο, θα προσγειωθείς ομαλά. Επίσης είναι και πολύ μαλακό, χωρίς όμως να καταλήγει πολτώδες. Δεν έχει την “κούφια” αίσθηση του Invincible, ούτε το bottom out του FuelCell. Έχει πολλή συμπίεση, γλυκιά και σταδιακή, με την πρόσκρουση όμως να διανέμεται στην φαρδιά βάση και να παίρνεις όση πρέπει. Κι αυτό το κάνει ακόμη πιο ξεκούραστο.
Παράλληλα, όλο αυτό συνοδεύεται και από μία ελαστικότητα που κάνει ακόμη πιο εύκολο το transition. Ο Peba, το σχήμα της πλάκας αλλά ακόμη και ο EVA, δίνουν μία επιστροφή στην σόλα που αντισταθμίζει σε μεγάλο βαθμό το βάρος της. Είναι διακριτή ακόμη και σε αργούς ρυθμούς, την καταλαβαίνεις όμως περισσότερο πατώντας λίγο πιο δυνατά.
Εδώ ακριβώς είναι και η διαφορά από άλλα, πιο συμβατικά max cushioning μοντέλα. Ακόμη και στα πολύ αργα, το παπούτσι έχει ένα ενδιαφέρον και μία “fun to run” αίσθηση. Μην σας ξεγελάει το βάρος του, η σόλα έχει πολλή ζωντάνια μέσα της και μπορεί ακόμη και να σε προκαλέσει να πας λίγο πιο γρήγορα. Κι αν το κάνεις, διαπιστώνεις ότι το bounce της θα σε κρατήσει χωρίς κόπο και σε μέτριους ρυθμούς. Προφανώς και δεν είναι στοχευμένο σε κάτι τέτοιο αλλά ούτε και όσο μονοδιάστατο δείχνει εξ όψεως.
Άλλαξα πολλές φορές ρυθμό μέσα σε μεγαλύτερα τρεξίματα, όχι σκοπίμως αλλά επειδή έτυχε (κακές παρέες). Κι έχοντας πλέον συνηθίσει και το μεγεθός του, δεν είχα πρόβλημα να πιάσω το τέμπο και να μείνω εκεί. Να σημειώσω βέβαια ότι ταιριάζει και στο πάτημά μου, καθώς έχοντας μεγαλύτερο διασκελισμό, φορτίζω περισσότερο την σόλα και παίρνω την επιστροφή της.
Ακόμη και κάποιος με κοντύτερο βήμα και μεγαλύτερη συχνότητα όμως, θα το πάει επίσης ωραία το παπούτσι. Η rocker γεωμετρία δίνει ένα στρωτό ρολάρισμα και παρόλο που η γωνία ξεκινάει αργά, σε βγάζει εύκολα μπροστά. Ωστόσο, ένα πιο δυνατό πάτημα αναδεικνύει καλύτερα την ποιότητα της σόλας.
Φυσικά όλα αυτά δεν θα είχαν τόση αποτελεσματικότητα, αν δεν υπήρχε και η ανάλογη σταθερότητα. Μία ασταθής βάση καταργεί την ευκολία που δίνει το cushioning και τελικά κουράζει. Για παράδειγμα, το κατά τ’ άλλα καταπληκτικό Prime X υστερούσε σημαντικά στον τομέα αυτόν, καταλήγοντας απαγορευτικό για πολλούς. Το Skyward δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα να διατηρήσει κεντραρισμένο το πέλμα σου, όπως κι αν προσγειωθείς. Πρηνισμός, υπτιασμός, heavy heel striking, όλα διορθωνονται αυτόματα και φεύγεις προς τα εμπρός. Σίγουρα αυτό έχει το τίμημά του, αφού ο όγκος της σόλας θέλει χρόνο για να τον συνηθίσεις. Μόλις όμως εξοικειωθείς, παίρνεις ένα απίστευτα εύκολο και στρωτό transition. Και μην παραλείψω να σημειώσω τα πολύ φρέσκα πόδια, τόσο κατά την διάρκεια, όσο και μετά.
Από εκεί και πέρα, δεν παύει να είναι ένα ιδιαίτερο μοντέλο και με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Αφύσικο πάτημα, καμμία αίσθηση του εδάφους, όπως και πλήρης έλεγχος από το παπούτσι σε ό,τι κι αν κάνει το πόδι. Λίγο πολύ όμως, αυτά είναι αναμενόμενα σε τέτοιου είδους κατασκευές.
Συμπέρασμα
Το Skyward X είναι εντυπωσιακό σαν προδιαγραφές αλλά αποδίδει και στον δρόμο. Αρκεί να ξέρεις για τι το προορίζεις. Είναι ένα “κάρο” που μπορεί να κουβαλήσει τον μεγαλύτερο όγκο μιας προετοιμασίας, ο οποίος συνήθως αποτελείται από αργά χιλιόμετρα, και να σε βγάλει ασπροπρόσωπο. Η διαφορά είναι ότι αυτό το κάρο έχει και όλα τα κομφόρ.
Ελαφρύτεροι ή πιο μικρόσωμοι δρομείς, μάλλον θα το βρουν υπερβολικό για τις προτιμήσεις τους. Βαρύτεροι, πιο “αργοί” ή με κάποια μυοσκελετικά θέματα όμως, θα το εκτιμήσουν όσο λίγα. Το παπούτσι σε πάει μόνο του για όσα χιλιόμετρα χρειαστεί, κρύβοντας σε μεγάλο βαθμό τις όποιες αδυναμίες σου. Και δεν είναι φτιαγμένο μόνο για long runs αλλά και για καθημερινό προπονητικό. Κι αν κάποιος δεν κυνηγάει επιδόσεις, θα έλεγα ότι αποτελεί επιλογή και ως marathon shoe, παρέχοντας κορυφαία σιγουριά για την απόσταση.
Το Skyward απευθύνεται ιδανικά σε δρομείς που αρέσκονται σε μοντέλα της max cushioning κατηγορίας (Nimbus, 1080, Invincible, Bondi, Triumph κτλ) και έρχεται για να “ξεχειλώσει” κι άλλο τα χαρακτηριστικά της. Ακόμη περισσότερη προστασία, softness και cruising χαρακτήρας, μαζί και με μία σπιρτάδα που λείπει από κάποια από τα παραπάνω. Δεν θα μπορούσα να πω ότι προτάσεις σαν το Skyward αποτελούν αναγκαιότητα. Θα ήταν υπερβολή κάτι τέτοιο. Αποτελούν όμως κάλλιστα μία πολυτέλεια που σίγουρα πολλοί θα την βρουν δελεαστική.