Κατηγορία: Trainer – Πάτημα: Ουδέτερο – Βάρος: 310γρ. – Drop: 4mm (34/30mm)
Tο 2019 η New Balance λάνσαρε το δικό της max cushioning μοντέλο, το More . Η αλήθεια είναι πως το παπούτσι δεν ήταν ακριβώς αυτό που έδειχνε, αφού παρά την ψηλή σόλα, το πάτημά του δεν ήταν αντικειμενικά μαλακό. Μπορεί η προστασία να ήταν μεγάλη, δεν είχε όμως αυτή την βύθιση μέσα στον αφρό που περιμένει κανείς όταν επιλέγει τέτοιου είδους μοντέλα. Είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε το transition να βασίζεται στο μεγάλο rocker, πράγμα που βοηθούσε η πιο σφιχτή ρύθμιση του Fresh Foam. Στην δεύτερη έκδοση φορεσε τον πιο μαλακό Fresh Foam X, χωρίς όμως και πάλι να αλλάζει κάτι στον χαρακτήρα του.
Τα χαρακτηριστικά του το κατέτασσαν δίπλα σε μοντέλα όπως το Hoka Bondi, Saucony Shift ή Asics Glideride. Πολύ cushioning, μικρή συμπίεση, μεγάλη σταθερότητα και μια αίσθηση ρολαρίσματος από το ανασηκωμένο forefoot.
Φέτος η εταιρεία διαφοροποίησε αρκετά το More, λανσάροντας ουσιαστικά ένα νέο παπούτσι. Δεν ξεγελάει πλέον, αυτό που βλέπεις, αυτό παίρνεις.
Επάνω μέρος και εφαρμογή
Απλές και δοκιμασμένες σχεδιαστικές λύσεις. Κλασικό engineered mesh, με μαλακή υφή εσωτερικά και εξωτερικά. Ο προφυλακτήρας είναι αρκετά απλωμένος και δίνει επιπλέον πλάτος στο toe box.
Τα δομικά στοιχεία είναι περιορισμένα και ελαφριά στο μεσαίο τμήμα, με ένα λεπτό φιλμ να σχηματίζει το περίγραμμα του logo και κάποια 3D prints στην πλευρά της καμάρας. Ελάχιστη η ενίσχυση.
Η γλώσσα είναι ανεξάρτητη και πλούσια σαν αίσθηση, παρόλο που δεν έχει πολύ αφρώδες. Όσο κι αν σφίξεις τα κορδόνια, τα οποία είναι μεν λεπτά αλλά και φαρδιά, η ράχη του ποδιού δεν θα καταλάβει το παραμικρό.
Στο πίσω μέρος, το κολάρο είναι μετρίας σκληρότητας και ενισχύεται περιμετρικά από ένα εξωτερικό, μεγάλο και εύκαμπτο overlay. Το υλικό γύρω από τον αστράγαλο είναι αρκετό και μαλακό, χωρίς όμως υπερβολές.
Το νέο More έχει αρκετά φαρδιά γραμμή. ‘Έχοντας σχετικά στενό πόδι, η αλήθεια είναι πως με φόβισε με το που το φόρεσα και πριν αρχίσω να το δένω. Παρ’ όλα αυτά, το παπούτσι σηκώνει πολύ σφίξιμο και το φέρνεις εύκολα εκεί ακριβώς που θες.
Είναι ιδιαίτερα ευρύχωρο στα δάχτυλα, σε πλάτος και ύψος, και θα βολέψει ακόμη και όσους έχουν πολύ φαρδύ ή ογκώδες πέλμα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και η 2Ε (wide) έκδοση σε άλλες εταιρείες.
Θεωρητικά, αυτό θα ήταν θέμα για εκείνους με λεπτύτερο πόδι. Παρότι όμως το More παραμένει φαρδύ και στο υπόλοιπο μέρος του, σου δίνει την δυνατότητα να το σφίξεις άφοβα όσο θες. Τα κορδόνια, αν και λεπτά κι ελαστικά, διατηρούν την τάση που τους δίνεις μέχρι τέλους. Η δε γλώσσα, ενώ φιλτράρει εντελώς την οποιαδήποτε πίεση, δεν επηρεάζει καθόλου την εφαρμογή, καθώς το αφρώδες είναι λίγο. Τα ίδια ισχύουν και πίσω, με το ελαφρύ κολάρο να αγκαλιάζει την φτέρνα και να την συγκρατεί σωστά στην θέση της.
Περίμενα ότι το More θα άφηνε πολλά μπόσικα γύρω από το πόδι μου, στην πράξη όμως δεν είχα κανένα πρόβλημα. Το ένοιωθα σίγουρο ακόμη και σε στροφές, κατηφόρες ή κι όταν άνοιγα ρυθμό. Πάντα βέβαια με χοντρύτερη κάλτσα και αρκετό σφίξιμο. Όπως θα δούμε και παρακάτω, μεγάλο ρόλο παίζει και η πολύ σταθερή πλατφόρμα του. Προφανώς και θα προτιμούσα να έχει μια πιο κλειστή γραμμή, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν τον μέσο όρο των δρομέων, δύσκολα θα αφήσει κάποιον παραπονεμένο. Σαν μήκος είναι εντελώς κανονικό, οπότε επιλέγετε το κανονικό σας νούμερο.
Σόλα και πάτημα
Η σόλα του More v3 αποτελείται από ένα τεράστιο κομμάτι Fresh Foam X (EVA). Γενικά, ο X έχει μία λίγο πιο μαλακή ρύθμιση από τον παλαιότερο, απλό Fresh Foam. Τον ίδιο φορούσε και η προηγουμένη έκδοση, εδώ όμως το μοντέλο έχει ψηλώσει και 4mm. Η πυκνότητα είναι ενιαία, με το χαμηλό drop να δίνει σχεδόν ίδια αίσθηση καθ’ όλο το μήκος της σόλας.
Τα χαρακτηριστικά εξάγωνα στα πλαϊνά τοιχώματα παραμένουν. Αυτά της εξωτερικής πλευράς είναι κοίλα, για ευκολότερη συμπίεση, ενώ τα εσωτερικά είναι κυρτά, για πρόσθετη σταθερότητα.
Η εξώσολα έχει αλλάξει σημαντικά, αποτελώντας έναν από τους λόγους που το πάτημα διαφέρει τόσο εν τέλει. Ενώ πριν καλυπτόταν ολόκληρη από λάστιχο, πλέον έχει μεγάλη επιφάνεια εκτεθειμένου αφρού αλλά και πολλές, βαθειές αυλακώσεις. Σε όλο το μήκος της και κατά τους δύο άξονες, μάλιστα. Έτσι, ο Fresh Foam συμπιέζεται πολύ πιο εύκολα από πριν, με το μαλακό λάστιχο να φιλτράρει λιγότερο τις ιδιότητές του. Επίσης, η εξώσολα είναι full contact, κάτι που προσωπικά προτιμώ, αφού ταιριάζει στο πάτημά μου.
Το rocker διατηρείται κι εδώ, έχουμε όμως πιο ανασηκωμένη την φτέρνα (beveled heel) αλλά και με ένα λοξό σκάψιμο εξωτερικά, ώστε να οδηγείται το πόδι σε λίγο πιο υπτιάζουσα θέση κατά την προσγείωση. Συναντάμε όλο και περισσότερο τελευταία αυτή την σχεδίαση.
H σόλα του More v3 έχει κυριολεκτικά απύθμενο cushioning. Το ίδιο βέβαια ίσχυε λίγο πολύ και πριν, τώρα όμως είναι και πολύ μαλακή. Εδώ τα φαινόμενα δεν απατούν. Σε όποιο σημείο και με όποιον τρόπο κι αν πατήσεις, η αίσθηση προστασίας που σου παρέχει είναι τεράστια. Κι έχει και την βύθιση που πολλοί θεωρούν δεδομένη στην κατηγορία αυτή. Ιδίως μπροστά είναι από τα πιο μαλακά μοντέλα μου έχω φορέσει. Προφανώς, όλο αυτό έχει να κάνει με το σύνολο των αλλαγών που έχουν γίνει, χωρίς όμως να αποκλείεται και μια πιο αραιή ρύθμιση του υλικού. Μεγαλύτερα ύψη, λιγότερο λάστιχο, πολλές αυλακώσεις. Από την άλλη, η συμπίεση του αφρού δεν είναι ανεξέλεγκτη. Υπάρχει ένα όριο, αναλόγως του βάρους σου ή της δύναμης που του ασκείς, διατηρώντας πάντα μία στιβαρότητα στην αίσθηση που σου δίνει.
Συγχρόνως, o Fresh Foam X έχει και μία ελαστικότητα, πράγμα που δεν χαρακτηρίζει άλλα μοντέλα της εταιρείας με τον ίδιον αφρό. Δεν είναι σε καμμία περίπτωση FuelCell στον τομέα αυτόν, έχει όμως ένα ξεκάθαρο pop, το οποίο βοηθάει στο να κινηθεί όλος αυτός ο όγκος. Αν ποτέ χρειαστεί να ανεβάσεις λίγο τον ρυθμό, το καταλαβαίνεις καλύτερα.
Αυτό όμως που ξεχωρίζει περισσότερο στο More, είναι η σταθερότητά του. Παρότι μαλακό, το πάτημα είναι πολύ συμπαγές και κατευθυνόμενο. Ποτέ δεν απλώνει. Κι αυτό έχει να κάνει με το πλάτος της σόλας. Στην αξιολόγηση του Nike Invincible, είχαμε πει ότι η σόλα του είναι ίσως η φαρδύτερη που έχουμε συναντήσει ποτέ (πιθανώς να εξαιρούνται κάποιοι motion control δεινόσαυροι). Οι διαστάσεις του More λοιπόν, είναι αντίστοιχες. Ίδιο στην φτέρνα, ελάχιστα στενότερο μπροστά και φαρδύτερο στο midfoot. Όποιο σημείο και να φορτίσεις, το πάτημα κεντράρεται γρήγορα και έρχεται σε ουδέτερη θέση. Όσο και να παραμορφώσεις τον αφρό, το πέλμα μένει πάντα επάνω στην πλατφόρμα. Γι’ αυτό και το More στρίβει αρκετά καλά για το μέγεθός του.
Πέραν της πολύ φαρδιάς βάσης, στην σταθερότητα βοηθούν και τα ανασηκωμένα πλαινά. Το γαλάζιο τελείωμα των τοιχωμάτων στο πίσω μέρος, δεν αποτελεί μέρος της σόλας αλλά ένα πλαίσιο γύρω από το πόδι. Έτσι, κάθεσαι μέσα στην σόλα και όχι επάνω της.
Μπορεί η γεωμετρία του μπροστά να δείχνει ότι βασίζεται στο rocker, στην πράξη όμως δεν γίνεται αντιληπτό. Το παπούτσι είναι εντυπωσιακά εύκαμπτο για τα 34mm πάχους και “τσακίζει” σχεδόν οπουδήποτε του ζητήσεις. Αφενός οι αυλακώσεις, αφετέρου η χαμηλότερη πυκνότητα του FF, επιτρέπουν στην μεταταρσοφαλαγγική άρθρωση να δουλέψει και περιορίζουν την λειτουργία του rocker. Σίγουρα βοηθάει συνολικά, έστω και αθόρυβα, ο συνδυασμός του όμως με ένα πιο εύκαμπτο forefoot, κάνει το transition ακόμη πιο εύκολο.
Το More v3 είναι από τα πιο ξεκούραστα παπούτσια που έχω φορέσει. Καταπίνει τα χιλιόμετρα και τις ανωμαλίες του δρόμου, ισορροπώντας ιδανικά μεταξύ softness και σταθερότητας. Κι αν θεωρητικά είναι φτιαγμένο για long runs ή recovery, όποτε το φόρεσα και σε ελεύθερα τρεξίματα, δεν με κούρασε.
Στα αρνητικά τώρα, θα έλεγα ότι σε κάποιους ίσως φανεί αφύσικος ο όγκος του. Αναφέρομαι στο πλάτος και όχι το ύψος, αφού πλέον πολλά μοντέλα πλησιάζουν τα 40mm. Ακόμη και τώρα, μετά από 120 χιλιόμετρα, μου παίρνει κάποια ώρα μέχρι να συνηθίσω το πόσο έξω από το επάνω μέρος εκτείνεται η σόλα. Προσαρμόζεται μεν το πάτημα, πάντα όμως νοιώθεις πόσο μεγάλο είναι το παπούτσι. Όσον αφορά το βάρος του, παρότι αναλογικά με το cushioning δεν είναι υπερβολικό, αντικειμενικά ζυγίζει αρκετά. Βέβαια, παίζει ρόλο και σε τι είναι συνηθισμένος κανείς, θεωρώ όμως ότι η σόλα έχει μια ζωντάνια που θα της επέτρεπε λίγο μεγαλύτερο εύρος χρήσης αλλά το βάρος την περιορίζει. Ούτε και ο Fresh Foam έχει τόση επιστροφή ενέργειας για να σε σηκώσει μόνος του.
Για να δώσω μία καλύτερη εικόνα του χαρακτήρα του More, θα έλεγα ότι έχει το βαθύ cushioning και την σταθερότητα του Hoka Bondi, συνδυασμένα με το softness του Clifton. Επίσης, μου θυμίζει πάρα πολύ σε πάτημα ένα από τα αγαπημένα μου μοντέλα, το Skechers Ultra Road 2. Εκτός του βάρους.
Συμπέρασμα
Το More δείχνει να βρίσκει τον δρόμο του μετά από τρεις εκδόσεις. Δεν λέω ότι οι δύο προηγούμενες ήταν κακές, απλά οι πλειονότητα των δρομέων που πάνε στην max cushioning κατηγορία, θέλουν και μαλακό πάτημα, πέραν της προστασίας. Το New Balance προσφέρει απλόχερα και τα δύο, χωρίς να θυσιάζει άλλους τομείς, όπως η σταθερότητα. Πολύ σημαντικό, όταν μένεις για ώρα στον δρόμο.
Ο Fresh Foam είναι πλέον ο δεύτερος τη τάξει αφρός της εταιρείας, καθώς ο FuelCell είναι εμφανώς σε διαφορετικό επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, στο More δείχνει ότι κάθε άλλο παρά γερασμένος είναι κι έχει αρκετά πράγματα να δώσει.
giannis d
ενα απιστευτο παπουτσι , απο τα καλυτερα max cushioning που εχω τρεξει…
naftony
Συμφωνώ σε όλα με τον @echetlos, και στα θετικά και στα αρνητικά. Επιπλέον να προσθέσω ότι μετά από 600 χλμ. η φθορά στη σόλα είναι πολύ μικρή και η αίσθηση σχεδόν όπως στην αρχή
Nikos Pilikas
@tonykyr Ευχαριστούμε Αντώνη για το feedback!
Δε νομίζω να φτάσω ποτέ τα 600 χλμ, οπότε πολύ χρήσιμη πληροφορία.